Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΟΡΚΙΣΘΗ!!!

Ο πατήρ Φιλάρετος ήταν ένα από τα εύοσμα άνθη που φύτρωσαν στα βράχια των Καρουλίων. Ασκητικότατος, ταπεινός και λιτοδίαιτος, κυκλοφορούσε πάντα ξυπόλυτος. Μιά μέρα ο π. Γερόντιος, θέλοντας να τον δοκιμάσει του είπε:
- Πάτερ Φιλάρετε, είσαι υποκριτής. Μας δείχνεις ότι περπατάς ξυπόλυτος και με κουρελιασμένα ράσα, γιά να κάνεις τον ταπεινό!
- Γέροντα, απάντησε εκείνος, είμαι υποκριτής. Όμως τι να κάνω, γιά να θεραπευθώ;
- Να βάλεις παπούτσια και να σουλουπωθής.
- Αυτό θα κάνω, είπε ο πατήρ Φιλάρετος, βάζοντας μετάνοια.
        Πήγε αμέσως και βρήκε κάτι παμπάλαια παπούτσια και, μόλις έφθασε στην πόρτα του Ησυχαστηρίου, τα έβαλε και μπήκε! Αυτό έγινε με πολύ πόνο, γιατί, τόσα χρόνια ξυπόλυτος, τα πέλματα του είχαν πρησθή και δεν χωρούσαν σε παπούτσια. Όμως, η υπακοή και η ταπεινοφροσύνη, κάνουν θαύματα!
Κάποια ήμερα, πέρασε από εκεί ένας ρασοφόρος, που είπε πως ήταν διάκονος. Έβαλε στο μάτι τα παλαιά βιβλία του πατρός Φιλαρέτου και τα έκλεψε. Κατευθύνθηκε στη Δάφνη, μη γνωρίζοντας ότι στο τελωνείο γίνεται έλεγχος. Εκεί τον συνέλαβαν και, γιά να γλιτώσει, ισχυρίσθηκε πως του τα είχε πουλήσει ο πατήρ Φιλάρετος.
Οι αστυνομικοί άρχισαν τις ανακρίσεις και τελικά, έχοντας πεισθή από τον κλέφτη, εμήνυσαν τον άγιο ασκητή. Οι πατέρες, του έδωσαν μερικά ρουχαλάκια και είπαν σ' έναν γνωστό τους δικηγόρο να πάει να τον βοηθήσει. Του έδωσαν και λίγα χρήματα, να πάει στη Θεσσαλονίκη να δικασθή. Πενήντα οκτώ ολόκληρα χρόνια είχε να βγη από το Άγιον Όρος!! Πενήντα οκτώ χρόνια ασκητής στα Καρούλια, τρώγοντας μόνο λίγα χορταράκια και πίνοντας το νεράκι του Θεού!! Ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος, που είχε φθάσει σε πολύ μεγάλα μέτρα αρετής, επήγε και εκάθησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Τον εφώναξε, λοιπόν, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου:
- Ο μοναχός Φιλάρετος;
- Εγώ είμαι, απάντησε σκύβοντας ταπεινά το κεφάλι.
- Γιατί πούλησες αυτά τα βιβλία;
- Δεν τα πούλησα. Να, επέρασε ο αδελφός και τα επήρε να τα διαβάσει και ασφαλώς θα τα επέστρεφε. Εγώ αυτό επίστευα.
- Πρέπει να ορκισθής, πάτερ, είπε ο Πρόεδρος. Αυτή είναι η τάξη του Δικαστηρίου.
- Α, δεν ορκίζομαι, γιατί στο Άγιο Ευαγγέλιο λέει "μή όμώσαι όλως".
- Μα πρέπει, πάτερ, να ορκισθής.
- Πώς ορκίζονται;
- Βάζοντας την παλάμη πάνω στο Ευαγγέλιο.
Ο πατήρ Φιλάρετος τότε, έβαλε τρείς στρωτές μετάνοιες μπροστά στο ιερό Ευαγγέλιο και το ασπάσθηκε με ευλάβεια λέγοντας:
- Αρκείσθε σ’ αυτό;
- Όχι, πάτερ, είπε ο πρόεδρος, πρέπει να βάλεις το χέρι σου πάνω στο Ευαγγέλιο και να πεις «ορκίζομαι...» κλπ. Αν δεν ορκισθής, θα πας εννέα μήνες φυλακή.
- Να πάω φυλακή χίλιες φορές! Εγώ αναμένω την αιώνια καταδίκη από τον Θεό γιά τις αμαρτίες μου και θα σκεφθώ την φυλάκιση των εννέα μηνών;;
Παρών ήταν και ο ψευτοδιάκονος, ατσαλάκωτος μέσα στα γυαλιστερά του ράσα. Είχε και έναν δικηγόρο, που είπε ένα σωρό ψεύδη…!
- Πώς είναι δυνατόν, κύριοι δικασταί, να κλέψει ο εκλεκτός αυτός κληρικός τα βιβλία αυτού του ρακένδυτου;
Είναι δυνατόν; Μήπως τα είχε ανάγκη;
Τελικά, με τις ψευδομαρτυρίες και την διαστρέβλωση της αλήθειας, δικαιώθηκε ο κλέφτης και καταδικάσθηκε ο ενάρετος ασκητής. Ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση και τον επήρε ο αστυνομικός, να τον οδηγήσει στη φυλακή. Τότε, οι παρευρισκόμενοι έκαναν έρανο μεταξύ τους και μάζεψαν το ποσό που χρειαζόταν, γιά να αφεθή ο ασκητής ελεύθερος. Με απλότητα ο πατήρ Φιλάρετος, ευχαρίστησε τους πάντες και επέστρεψε στα Καρούλια.
- Ευχαριστώ, πατέρες, έλεγε, εύχεσθε να λυτρωθώ και από την αιωνία φυλακή!
Μεταξύ άλλων ήταν ενθουσιασμένος με τον δικηγόρο που του είχαν συστήσει γιά να τον υπερασπισθή. Έλεγε και ξανάλεγε εντυπωσιασμένος:
- Αυτός ο δικηγόρος έχει πνεύμα Θεού!
- Όπως ακριβώς έγιναν τα πράγματα, έτσι τα είπε.
- Γέροντα, του έλεγαν, η δουλειά του είναι αυτή.
- Όχι, ευλόγησον, πνεύμα Θεού είναι, επέμενε εκείνος.
Όταν τον ερώτησαν πώς είδε τον κόσμο, ύστερα από πενήντα οκτώ χρόνια που είχε να εξέλθη από το Άγιον Όρος, ο ευλογημένος ασκητής απάντησε:
- Τι να σας πω, όλοι οι άνθρωποι έξω είναι πολύ καλοί. Όλοι τρέχουν πέρα δώθε γιά την σωτηρία τους, εκτός από έμενα τον ράθυμο, που κάθομαι σ' αυτά εδώ τα βράχια και δεν εργάζομαι όπως είναι το θέλημα του Θεού.

Πηγή: Αθωνική Πολιτεία, Αρ Φύλλου:267 – ΟΚΤ 2019 σελ.4