Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Η ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ.

Μία ημέρα, ο Αββάς Μακάριος, ο Αββάς Σισώης και άλλοι επτά Μοναχοί πήγαν γιά να θερίσουν. Πίσω τους μάζευε τα στάχυα που έπεφταν μιά χήρα γυναίκα, που δεν σταματούσε να κλαίει.
Φωνάζει τότε ο Γέροντας Μακάριος τον ιδιοκτήτη του χωραφιού και τον ρωτάει:
«Τί έχει αυτή η γερόντισσα σταχομαζώχτρα και κλαίει συνέχεια;»
«Ο άνδρας της», του απαντά εκείνος, «πέθανε ξαφνικά και δεν ξέρουν που έχει βάλει την παρακαταθήκη, που του είχε δώσει κάποιος. Και εκείνος έρχεται και ζητάει την παρακαταθήκη του, αλλιώς θα πάρει εκείνη και τα παιδιά της δούλους».
«Πες της να έλθη, τώρα που ξεκουραζόμασθε στο κάμμα του μεσημεριού», του λέει ο Γέροντας.
Πήγε κλαίγοντας η χήρα και την ρωτάει ο Αββάς Μακάριος:
«Γιατί κλαίς έτσι;»
         «Ο άνδρας μου», απαντά εκείνη, «πέθανε. Είχε πάρει όμως μιά παρακαταθήκη από κάποιον και δεν ξέρω που την έχει βάλει».
«Έλα να μου δείξεις που έθαψες τον άντρα σου», της λέει τότε ο Γέροντας.
Και, παίρνοντας και τους άλλους αδελφούς, πήγανε μαζί της στο μνήμα. Και σαν έφθασαν στον τάφο, ο Γέροντας είπε στην χήρα να γυρίσει στο σπίτι της. Κι ενώ όλοι προσεύχονταν, φωνάζει:
«Γιά πες μου, που έβαλες την ξένη παρακαταθήκη;»
«Την έχω κρυμμένη κάτω από το πόδι του κρεββατιού μου», αποκρίνεται ο “νεκρός”.
«Καλά», του λέει ο Γέροντας, «Κοιμήσου τώρα πάλι, ως την ημέρα της αναστάσεως».
Βλέποντας οι αδελφοί το θαυμαστό αυτό σημείο, φοβήθηκαν και πρόσπεσαν στα πόδια του.
«Αυτό δεν έγινε χάρη σε μένα», είπε ο Αββάς, «γιατί εγώ δεν είμαι τίποτε. Ο Θεός το έκανε γιά την φτωχή χήρα και τα ορφανά. Εκείνο που είναι μέγα και θαυμαστό, είναι το ότι, ο Θεός θέλει την ψυχή μας δίχως αμαρτίες. Και τότε ό,τι και να ζητήσουμε, θα το λάβουμε».
Πήγε ύστερα και πληροφόρησε την χήρα που ακριβώς βρισκόταν η παρακαταθήκη.
Εκείνη την έδωσε στον άνθρωπο στον οποίο ανήκε, κι έτσι ελευθερώθηκαν και αυτή και τα ορφανά παιδιά της. Και όσοι το έμαθαν, δοξολογούσαν τον Θεό!!!

Πηγή: Αθωνική Πολιτεία, Αρ Φύλλου:263 – ΙΟΥΝ 2019 σελ.3