Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟΝ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΔΙΟΡΑΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ!!

 

Κάποτε, ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ευρισκόταν στο Ησυχαστήριο που έφτιαξε στο Μήλεσι και περπατούσε ανάμεσα στα δένδρα που είχε φυτέψει, κουβεντιάζοντας διαδοχικά με τους επισκέπτες του.

Ήλθαν τότε μ’ ένα μεγάλο αυτοκίνητο «Μερσεντές» δύο-τρεις καλοντυμένοι κύριοι και τον επλησίασαν, αλλά επειδή εκείνη την ώρα μιλούσε με κάποιο άλλο πρόσωπο, περίμεναν σιωπηλά να τελειώσει. Τότε ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος άρχισε να διηγήται την εξής ιστορία:

 

<<Ήταν μιά φορά στο Ψυχιατρείο, στο “Δαφνί”, ένας άρρωστος που είχε πάρει έναν κουβά με νερό και μία βούρτσα (απ’ αυτές που βάφουν) και “έβαφε” κάποιο τοίχο με το νερό... Ένας επισκέπτης που τον παρακολουθούσε, παραξενεύθηκε και τον ερώτησε τί κάνει. Ο ασθενής τότε, του απάντησε:

«Δεν βλέπεις; Βάφω…»

Και στην συνέχεια του είπε:

«Εμένα που με βλέπεις, με κλείσανε οι συγγενείς μου εδώ μέσα, γιά να μου φάνε τα λεφτά. Διότι εγώ είχα πολλά λεφτά, χιλιάδες λίρες! Αλλά εγώ, πιο έξυπνος απ’ αυτούς, τους την έφερα! Το βλέπεις εκείνο το δενδράκι, πάνω εκεί στην κορυφή του λόφου; Ε! Εκεί κάτω στη ρίζα του έχω σκάψει και τις έχω κρύψει. Και περιμένω τώρα να βγω, να πάω να τις πάρω».

Ο υγιής, εκοίταξε καλά με γουρλωμένα μάτια το λόφο και το δενδράκι και λιγώθηκε από τη λαχτάρα να αποκτήσει τις λίρες, αλλά προσποιήθηκε ψυχραιμία και είπε, δήθεν αδιάφορα:

«Τί μου λες! Αλήθεια είναι αυτά που είπες;».

Τότε ο ασθενής του απάντησε:

«Βέβαια! Αλήθεια λέω! Γιατί να σου πω ψέμματα;».

Σε λίγο ο υγιής έφυγε. Αλλά, φεύγοντας, “εστάμπαρε” συνεχώς το λόφο και το δενδράκι, γιά να το εντοπίσει καλά και να μην το ξεχάσει. Τη νύκτα επήρε τσαπί και φτυάρι και επήγε και έσκαψε όλο τον τόπο γύρω του, γιά να βρει τις λίρες. Αλλά δεν τις βρήκε. Μη θέλοντας, όμως, να πιστέψει ότι όλη αυτή η ωραία ελπίδα ήταν κούφια, επήγε την άλλη μέρα ξανά στο “Δαφνί”, όπου ευρήκε τον ασθενή να κάνει την ίδια πάλι δουλειά, δηλαδή, να “βάφει” με νερό. Του έπιασε την κουβέντα, δήθεν αδιάφορα, και σε μία στιγμή του λέει:

«Σε ποιό δενδράκι είπες εχθές, ότι έχεις κρύψει τις λίρες;».

«Να, σ’ εκείνο εκεί», του απάντησε ο ασθενής και του υπέδειξε το ίδιο δενδράκι που του είχε δείξει και την προηγούμενη μέρα.

Τότε ο υγιής δεν άντεξε και του λέει:

«Μήπως κάνεις λάθος; Σ’ εκείνο το δενδράκι, δεν υπάρχει τίποτε. Όλη τη νύχτα έσκαβα και δεν ευρήκα τίποτα…».

Και ο ασθενής του απάντησε με νόημα βαθύ:

«Έλα, πάρε τον κουβά και βάφε μαζί μου!»>>!

 

Οι καλοντυμένοι κύριοι που είχαν έλθη με τη «Μερσεντές» και άκουσαν την όλη διήγηση, περιμένοντας δίπλα, είπαν μεταξύ τους:

«Γιά εμάς την είπε την ιστορία ο Γέροντας… Καταλάβαμε...».

Πράγματι, εκείνοι οι κύριοι έψαχναν γιά κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Και επειδή είχαν ακούσει ότι ο Γέροντας Πορφύριος με τη διόρασή του «έβλεπε», είχαν έλθη να τους πει τα σχετικά που επιθυμούσαν. Αλλά χωρίς καν να ερωτήσουν, επήραν από τον Άγιο την απάντηση και επείσθηκαν ότι όντως «βλέπει» όχι μόνο αφανείς «θησαυρούς», αλλά ακόμη και τον κρυφό λογισμό τους. Φεύγοντας, ευχαρίστησαν τον Άγιο Γέροντα χωρίς να τον ερωτήσουν τίποτε.