<<Απλά θα διηγηθώ μία αληθινή ιστορία που κυριολεκτικά συγκλονίζει και γεμίζει τη σκέψη και το νου. Μακάρι ο Θεός να μας αξιώνει όχι μόνο να διακρίνουμε, αλλά να ζούμε και να αισθανόμασθε τέτοια γεγονότα:
«Η κυρία Δέσποινα Μ., περίπου 50 ετών, ζει 31 χρόνια χωρίς να βλέπει καθόλου. Στα 19 της χρόνια, σ’ ένα χωριό της Καρδίτσας, έχασε τελείως το φως της, από γλαύκωμα. Δεν θα περιγράψω τη ζωή της, που ήταν ένας πραγματικός Γολγοθάς, ούτε το ότι έμεινε χήρα, εδώ και 17 χρόνια, μεγαλώνοντας το μοναδικό της παλληκάρι, που και αυτό στα 18 του έμεινε τυφλό…
Εν συνεχεία θα περιγράψω, τί είδα και τί έζησα αυτές τις ημέρες κοντά στην κυρία Δέσποινα, και θα ομολογήσω ότι κοντά της κατάλαβα ποιός είναι “ο πλησίον μας”, με την έννοια που δίδεται στη Αγία Γραφή, και γιατί όταν ο Θεός θα μας απευθύνει το: “…ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με” (Ματθ.ΚΕ’43’), δεν θα ευρίσκουμε τί και πώς να αποκριθούμε.
Η κυρία Δέσποινα, πριν τρεις μέρες, έμαθε ότι η γερόντισσα γειτόνισσά της γυρίζοντας από την Εκκλησία εγλίστρησε, έπεσε, έσπασε το χέρι και το πόδι και ευρίσκεται στο κρεββάτι. Παράτησε λοιπόν τα δικά της ατέλειωτα βάσανα και προβλήματα, και ευρίσκεται διαρκώς δίπλα στη γριούλα. Την σηκώνει σιγά-σιγά από το κρεββάτι κρατώντας τη στην αγκαλιά της, τη βάζει να καθήσει στην πολυθρόνα, της στρώνει το κρεββάτι, την πλένει και την ταΐζει…
“Ήλιε μου”, της λέει η γιαγιά, “ο Θεός να στα δώσει όλα, στο παιδί σου”!!
Η κυρία Δέσποινα παίρνει και πάλι στην αγκαλιά της την βαρειά σαν μολύβι γιαγιά, τη βάζει στο κρεββάτι, της τρίβει το σώμα, τα πόδια και της λέει:
“Κυρά-Μαρία, αν δεν βοηθάς και συ τον εαυτόν σου, θα κοκκαλώσεις στο κρεββάτι. Κάνε κουράγιο και αυτό θα περάσει”.
Μένει κανείς άφωνος μπροστά σε μια τέτοια αγάπη, ατέλειωτη προσφορά και θυσία χωρίς κανένα αντάλλαγμα!
Η κυρία Δέσποινα όμως δεν σταματά εκεί. “Τρώει τα σίδερα”, κυριολεκτικά, τρέχει και ευρίσκει συγγενείς και ανήψια τής γριούλας, τους ταρακουνά με αυτά που τους λέει, αλλά κυρίως με αυτά που τους διδάσκει! Γενικός συναγερμός αγάπης και αφύπνισης γιά τον αδύνατο “πλησίον”!
Η αγάπη της όμως κορυφώνεται, όταν κάποια στιγμή, έσπασε το ένα “πόδι” του κρεββατιού της άρρωστης... Στα κλάματα της γριούλας, η τυφλή κυρία Δέσποινα, με αμείωτο θάρρος, την παρηγορεί:
“Σώπα, κυρία Μαρία, εγώ θα στο φτιάξω το κρεββάτι”.
Είναι νύχτα, έχει ακούσει ότι δύο τετράγωνα παραπέρα υπάρχει μία οικοδομή. Φεύγει, φθάνει εκεί και ψαχουλεύοντας τα πάντα, θέλει να βρη στα μπάζα, τούβλα γιά να στηρίξει το κρεββάτι!!
Θεέ μου, τί δύναμη, τί πίστη, τί αγάπη, μπορεί να κρύβει μία καρδιά! Τί μεγαλείο ψυχής! Μία τυφλή, ψάχνει στα σκοτάδια, σκουντουφλώντας!!
Τότε την πλησιάζει ένας κύριος και γεμάτος απορία την ερωτά:
“Μήπως πάθατε τίποτε; Μήπως ζαλισθήκατε; Μήπως χάσατε το δρόμο;”.
Η κυρία Δέσποινα λέει απλά τι κάνει και τι θέλει και γιατί ψάχνει στην οικοδομή. Ο κύριος, ευρίσκει τούβλα, την παίρνει με το αυτοκίνητό του και φθάνουν στην κυρία Μαρία, όπου και επισκευάζουν το κρεββάτι!»
Ζούμε και κινούμεθα σε μία ζωή εγωϊστική, βολεμένοι στα πλούσια αγαθά μας, κλεισμένοι στο “καβούκι” μας, κολυμπώντας στη γκρίνια και τη δυστυχία μας... Έχουμε τα πάντα και όλα μας φταίνε... Ο Θεός μάς έδωσε μάτια και όμως εμείς δεν βλέπουμε… Μας έδωσε καρδιά, και όμως εμείς δεν αισθανόμασθε, δεν ζούμε στ’ αλήθεια…
Tο συγκλονιστικό παράδειγμα της τυφλής κυρίας Δέσποινας, μας ανοίγει το δρόμο, μας δείχνει την αληθινή αγάπη, όπως από τους ανθρώπους του Θεού εκδηλώνεται στην εποχή μας και μας θέτει ένα μεγάλο και άμεσο ελεγκτικό ερώτημα: “Εμείς πώς αγαπάμε;;” >>!!
Ν.Δ.
Πηγή Κειμένου: Δελτίο
ΒΗΘΕΣΔΑ, Μάϊος – Ιούνιος 1988.