«Στο Σινά (το κελλί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης) όπου έμενα, το νερό ήταν ελάχιστο. Μία-μία σταγόνα έτρεχε από έναν βράχο μέσα σε μία σπηλιά, καμμιά εικοσαριά μέτρα από το Ασκητήριο. Είχα κάνει μία στερνίτσα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο. Όταν πήγαινα να πάρω νερό, έβαζα το τενεκάκι να γεμίσει και έλεγα τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Έβρεχα με το χέρι μου λιγάκι μόνο το μέτωπο, έπαιρνα λίγο νερό, γιά να έχω να πιώ, μάζευα και λίγο σε ένα τενεκάκι γιά τα πουλάκια και τα ποντικάκια που είχε το Ασκητήριο. Αυτό το νερό ήταν και για να πλύνω ένα ρούχο κ.λ.π.. Τί χαρά! Τί ευγνωμοσύνη ένιωθα γι' αυτό το λίγο νερό που είχα! Δοξολογία, γιατί είχα λίγο νερό!
Όταν ήλθα στο Άγιο Όρος και έμεινα, γιά λίγο καιρό, στην Σκήτη των Ιβήρων, επειδή εκεί είναι προσήλιο το μέρος, είχε πολύ νερό. Είχε μία στέρνα που ξεχείλιζε το νερό. Ου! Έπλενα και τα πόδια και το κεφάλι, αλλά είχα ξεχασθή... Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη γιά το λίγο νερό, ενώ στην Σκήτη ξεχάσθηκα από την αφθονία του νερού... Πώς χάνεται, πώς ξεχνιέται κανείς με την αφθονία…»!!
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (1924-1994)