Κάποιος ευσεβής και ενάρετος νέος, μετά από αρκετή αναζήτηση και προσευχή, αποφάσισε να αφιερωθή εις τον Κύριον. Έτσι, εγκατέλειψε το σπίτι του, τους γονείς του, τους φίλους του, τη μεγάλη θέση που είχε σε μία σπουδαία βιομηχανία και ξεκίνησε να γίνει μοναχός. Στο κομοδίνο της κάμαράς του, άφησε το εξής σημείωμα:
«Αγαπητοί μου γονείς, φλέγομαι από τον πόθο της ολόψυχης αφιερώσεώς μου εις τον Κύριον. Τα λόγια του Χριστού: ''Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος...'', με πείθουν γιά την ορθότητα της αποφάσεώς μου. Σας ευχαριστώ γιά όλα όσα μου προσφέρατε. Παρακαλώ να προσεύχεσθε γιά μένα, ώστε να φανώ αντάξιος της κλήσεώς μου. Και εγώ θα προσεύχομαι γιά εσάς»!
Οι γονείς του, αμέσως αντέδρασαν και θέλησαν να τον φέρουν πίσω. Τον ανακάλυψαν μάλιστα, σε κάποιο Μοναστήρι, που ήταν γνωστό γιά την αγιότητα των μοναχών του. Τότε προσπάθησαν να τον μεταπείσουν. Του θύμισαν τη μεγάλη θέση που είχε και τις λαμπρές προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά του... Αλλά ο νέος ήταν αμετάπειστος! Τους είπε επίσης, ότι οι τρείς σκοποί που ευρίσκονται εις την είσοδον του Μοναστηριού δεν επιτρέπουν την έξοδον του.
«Μα, εμείς, δεν προσέξαμε κάποιον φρουρό στην είσοδο του Μοναστηριού», είπαν με απορία οι γονείς του.
«Πώς; Δεν προσέξατε ότι πάνω από την πύλη του Μοναστηριού, υπάρχουν χαραγμένες σε μία πλάκα, τρεις λέξεις:
Αυτοί είναι οι τρεις σκοποί, που επιβάλλουν την παραμονή μου στο Μοναστήρι!»!!