Κάποιος ιερεύς, προ του 1940, καθώς εδιηγείτο ένας εγγονός του, επήγε ένα πρωϊνό, που ήταν εορτή, στην Εκκλησία, γιά να λειτουργήση. Τα κανδήλια ήταν όλα σβηστά, διότι από κάποιο σπασμένο τζάμι έμπαινε αέρας. Τα είχε σβήσει όλα, ακόμη και το ακοίμητο κανδήλι. Στενοχωρήθηκε ο παππούλης, γιατί ήταν ευλαβής. Ψάχνεται γιά σπίρτα, δεν είχε… Κοιτάζει στο παγκάρι, κοιτάζει στα ντουλάπια, ψάχνει από ᾽δω, ψάχνει από ᾽κει, δεν ευρίσκει τίποτε. Του ήλθαν δάκρυα εις τα μάτια. Έπρεπε να γυρίση πάλι πίσω στο σπίτι του. Ήταν όμως χειμώνας, έβρεχε, φυσούσε δυνατός αέρας, παγωμένος βοριάς, επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία…
Ξαφνικά, λοιπόν, γυρίζει πίσω και τί βλέπει:
Tο θυμιατό ήταν αναμμένο! Υπήρχαν μέσα κάρβουνα ολοκόκκινα!! *
Αφού είδε, λοιπόν, το θυμιατό αναμμένο, κοιτάζοντάς το με έκπληξι, έβαλε ένα χαρτάκι, το άναψε και μ’ αυτό άναψε ένα κερί και με το κερί άναψε πρώτα το ακοίμητο κανδήλι και κατόπιν, όλα τ’ άλλα κανδήλια!! Κάθε τόσο γύριζε και κοίταζε με θαυμασμό το θυμιατό και έλεγε:
«Μπρε, μπρε, τί θαύματα κάνει ο Θεός!!!».
Ήλθε κατόπιν ο ψάλτης, άρχισε ο Όρθρος και το θυμιατό παρέμενε ολοκόκκινο!!
Στην ενάτη ωδή, τής Παναγίας μας, βλέπει μέσα από το θυμιατό να βγαίνουν ευώδεις στήλες καπνού, σαν να είχε ρίξει μέσα θυμίαμα!
«Μα, εγώ…» λέει, «δεν έβαλα θυμίαμα! Κύριε, ελέησον!».
«Τέλος πάντων», είπε, και, γυρνώντας προς την Αγία Τράπεζα, πρόσθεσε:
«Θεέ μου, Σέ ευχαριστώ!!».
Σε λίγο ήλθε ο εγγονός του και του λέει ο ιερέας:
«Μην πειράξης καθόλου το θυμιατό. Άφησέ το έτσι, διότι ο Θεός το άναψε με Θαύμα, αγοράκι μου!!».
«Ωραία, παππού» είπε το παιδάκι.
Όσες φορές, λοιπόν, χρειάσθηκε να θυμιατίση, από την Αγία Πρόθεσι μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας, το θυμιατό ήταν ολοκόκκινο, με αναμμένα τα κάρβουνα και πάντοτε έτοιμο γιά θυμιάτισμα. Έβγαιναν μάλιστα ευωδέστατοι καπνοί μυρίων αρωμάτων, οι οποίοι απλώνονταν σε ολόκληρο τον Ναό! Όλος ο Ναός ευωδίαζε! Αυτό έκανε εντύπωσι σ’ όλους τους Χριστιανούς και, όταν ετελείωσε η Θεία Λειτουργία, έλεγαν στον ιερέα:
«Ε, πάτερ μου, που βρήκες αυτό το καλό θυμίαμα;».
Στον εγγονό του ο ιερέας είπε τα εξής:
«Μην πής πουθενά αυτό το περιστατικό! Μόνο όταν πεθάνω!».
Αυτά έλεγε ο παπά-Γιάννης από τον Τσεσμέ!!!
* Σημ.: Την παλαιά εποχή χρησιμοποιούσαν κάρβουνα από καυσόξυλα! Σε κάποιο μικρό μαγκάλι, άναβε ο καντηλανάφτης από πολύ πρωΐ τα καυσόξυλα, σε μικρά κομματάκια, εκοκκίνιζαν αυτά, και με την μασιά τα ετοποθετούσε στο θυμιατό και πάνω σ’ αυτά έβαζε το θυμίαμα!