Ένας Βασιλιάς, εκάλεσε όλους τους λογίους και τους επιστήμονες της αυλής του, και απαίτησε να του δείξουν τον Θεόν, λέγοντας:
«Σας εκάλεσα εδώ, εσάς τους επιστήμονες του Βασιλείου μου, γιά να μου δείξετε τον Θεόν. Θέλω να ιδώ τον Θεόν! Εάν δεν μου Τόν δείξετε θα σας θανατώσω».
«Μά, Βασιλιά μου, πώς θα σου δείξουμε τον Θεόν;», του απάντησαν οι επιστήμονες.
«Εσείς γνωρίζετε πολλά πράγματα, έχετε πολλά βιβλία, σίγουρα θα ανακαλύψετε τον τρόπο, να μου δείξετε τον Θεόν. Σας δίνω λοιπόν διορία δέκα ημερών...», τους είπε ο Βασιλιάς και τους έδιωξε.
Επλησίαζε ο καιρός, που έπρεπε να δώσουν απάντησι οι επιστήμονες. Ήταν όλοι μαζεμένοι, ψάχνοντας να «ανακαλύψουν» τον τρόπο, όχι βέβαια γιά να δείξουν στον Βασιλιά τον Θεόν, κάτι που ήταν αδύνατον δι’ αυτούς, αλλά γιά να ανακαλύψουν κάποιον τρόπο να αποφύγουν τον θάνατο, που τους περίμενε.
Κάποιος πτωχός βοσκός περνώντας από εκεί, βλέποντας τους σε άσχημη κατάσταση, τούς ερώτησε:
«Γιατί άρχοντές μου είσθε στενοχωρημένοι;».
Και εκείνοι του είπαν τί συμβαίνει, και τί τους έχει ζητήσει ο Βασιλιάς, αλλά και ποιά θα είναι η τιμωρία τους, που δεν μπορούν να του δείξουν τον Θεόν.
«Εγώ μπορώ να δείξω στο Βασιλιά τον Θεόν, εάν βέβαια με παρουσιάσετε σ’ αυτόν», τους είπε με σιγουριά και απλότητα ο βοσκός.
Τότε επήραν τον βοσκό και τον επαρουσίασαν στο Βασιλιά, λέγοντάς του:
«Μεγαλειότατε, ξέρουμε ότι μας περιμένει ο θάνατος, επειδή δεν καταφέραμε να σας δείξουμε τον Θεόν. Αλλά εβρήκαμε αυτόν τον βοσκό, που μπορεί να σας Τόν δείξει»!
Ο Βασιλιάς ενθουσιασμένος αλλά και προβληματισμένος λέει στον βοσκό:
«Αυτοί, παρά τις γνώσεις τους, δεν κατάφεραν να μου δείξουν τον Θεόν, εσύ ο πτωχός και αμόρφωτος πώς θα τα καταφέρης;».
Και λέει ο βοσκός:
«Βασιλιά μου μπορώ να σου δείξω τον Θεόν, αλλά θα κάνης ό,τι σου πω;»
Και ο Βασιλιάς απαντά:
«Βέβαια, θα κάνω ό,τι μου πεις, μόνο να Τόν δω».
Ήταν καλοκαίρι μεσημέρι και είχε ζέστη. Ο ήλιος έκαιγε και ο βοσκός λέει στον Βασιλιά:
«Βασιλιά μου, ο Θεός ευρίσκεται κοντά στον ήλιο. Να κοιτάς τον ήλιο με υπομονή και σταθερότητα και ο Θεός θα σου εμφανισθή πολύ γρήγορα!».
Ο Βασιλιάς υπάκουσε και επροσπάθησε να καρφώση το βλέμμα του στον ήλιο, χωρίς όμως να τα καταφέρνη, μέχρι που λέει στον βοσκό:
«Βοσκέ, ο ήλιος καίει και λάμπει τόσο δυνατά, που δεν μπορώ να τον κοιτάξω…».
Και ο βοσκός του απάντησε:
«Καλά, Βασιλιά μου, εάν εσύ δεν μπορής να κοιτάζης τον ήλιο που είναι δημιούργημα του Θεού, πώς θα δης τον Θεόν, που εδημιούργησε τον ήλιο;;».
Ο Βασιλιάς εντυπωσιάσθηκε από τις κουβέντες του βοσκού και λέει:
«Όλοι εσείς οι επιστήμονες και γραμματιζούμενοι, με όλες τις γνώσεις και τα γράμματα που γνωρίζετε, δεν μπορέσατε να μου εξηγήσετε το Μεγαλείο του Θεού, κάτι που έκανε αυτός ο αμόρφωτος βοσκός, με ένα τόσο απλό τρόπο!»!!