<<…Ο Σουλτάνος Μωάμεθ, είχε υποσχεθή στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες της λαφυραγωγίας, στις οποίες είχαν δικαίωμα.
Εκείνοι (τότε) ξεχύθηκαν μέσα στην Κωνσταντινούπολι…
Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά αδιάκριτα. Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια στους κατηφορικούς δρόμους, από τα υψώματα της Πέτρας προς τον Κεράτιο. Αλλά σύντομα η δίψα γιά αίμα κατευνάσθηκε. Οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν ότι, οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους προσπόριζαν μεγαλύτερο κέρδος…
Άλλοι κατευθύνθηκαν στις Εκκλησίες… γιά να τις απογυμνώσουν…
Στην Χώρα, άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες, αλλά κατέστρεψαν την Εικόνα της Θεομήτορος, της Οδηγήτριας, της ιερότερης Εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς. Την είχαν μεταφέρει εκεί από την Εκκλησία Της, πλάϊ στο Παλάτι, στην αρχή της πολιορκίας, ώστε η ευεργετική Της παρουσία να είναι διαθέσιμη, γιά να εμπνέη τους αμυνόμενους επάνω στα τείχη. (Οι Τούρκοι) Την έβγαλαν από τη βάσι Της και Την έσπασαν σε τέσσερα κομμάτια…
Έπειτα οι ναύτες και από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη συνέκλιναν στη μεγαλύτερη Εκκλησία του Βυζαντίου, την Μητρόπολι της Αγίας Σοφίας. Η Εκκλησία εξακολουθούσε να είναι γεμάτη με κόσμο. Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει… Με τους θορύβους της φασαρίας απ’ έξω οι τεράστιες μπρούντζινες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα, το εκκλησίασμα προσευχόταν γιά το Θαύμα, που μόνο αυτό μπορούσε να τους σώση. Προσεύχονταν μάταια.
Δεν πέρασε πολλή ώρα προτού γκρεμισθούν οι πόρτες από τα σφυροκοπήματα (των Τούρκων). Οι πιστοί είχαν παγιδευθή. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήμπορους σκοτώθηκαν επί τόπου, αλλά οι περισσότεροι δέθηκαν ή αλυσοδέθηκαν μαζί. Τα πέπλα και τα μαντήλια των γυναικών σκίσθηκαν γιά να χρησιμοποιηθούν ως σχοινιά. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους και πολλοί από τους πιο πλούσια ντυμένους ευγενείς σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσμώτες τους τσακώνονταν γι’ αυτούς.
Σύντομα μία μακριά πομπή από αταίριαστες μικροομάδες ανδρών και γυναικών δεμένων σφικτά μεταξύ τους συρόταν προς τους καταυλισμούς των στρατιωτών, γιά να γίνουν εκεί γιά μία ακόμη φορά αντικείμενα φιλονικιών.
Οι ιερείς συνέχισαν να ψάλλουν στο Ιερό μέχρις ότου συνελήφθησαν και εκείνοι. Αλλά την τελευταία στιγμή, έτσι πίστευαν οι πιστοί, μερικοί από αυτούς άρπαξαν τα πιο ιερά σκεύη και κινήθηκαν προς το νότιο τοίχο του Ιερού. Εκείνος άνοιξε γι’ αυτούς και έκλεισε πίσω τους, και εκεί θα παραμείνουν μέχρις ότου το ιερό κτίριο ξαναγίνει πάλι Εκκλησία!>>!!!
Πηγή κειμένου: «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης» Steven Runciman.