Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΤΟ «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» ΤΩΝ «ΚΛΩΣΤΩΝ» (= ΤΩΝ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ) !!!

Πέμπτη του Πάσχα κι ο παπά-Λευτέρης πρωΐ-πρωΐ φόρτωνε το ζώο του κι ετοιμαζόταν να κατεβεί στην Τραπεζούντα. Την ίδια ώρα ακούσθηκαν οι πρώτοι χτύποι της καμπάνας. Ο συνεφημέριός του, ο παπά-Γαβριήλ φαίνεται πως είχε αϋπνίες. Χθες ήταν η σειρά του να λειτουργήσει. Μετά, πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψει ξύλα. Και σήμερα, να τον, ξημερώματα, έτοιμος να κάνει τον πραγματευτή. Κανονικά ώφειλε να πάει στην Εκκλησιά. Τέτοια μέρα, πού ξανακούσθηκε να λείπει από την Λειτουργία! Ας όψονται, όμως, τα τόσα στόματα που περιμένουν στο σπίτι. Κάποιος έπρεπε να νοιασθή γιά το καθημερινό τους... Οκτώ του έδωσε ο Θεός (και άλλα τρία ο συγχωρεμένος ο Αναστάσης ο κουμπάρος του), η γυναίκα του, η πεθερά του και ο κουνιάδος του, που δεν φτουρά σε δουλειά...
Έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Είχε μπροστά του πολύ δρόμο. Υπολόγιζε προς το μεσημέρι να φθάσει στην πόλη και, αν όλα πάνε καλά, αργά το βράδυ να είναι πάλι πίσω. «Βαστάτε ποδαράκια μου», αναστέναξε καθώς αναλογίστηκε τον δρόμο που είχε να κάνει. Κατά πως το είχε συνήθειο, άρχισε το ψάλσιμο, να σπάει και η μονοτονία. Να κάνει όμως και το κέφι του. Μέσα στην ερημιά ποιός τον ακούει; Μόνο ο Θεός. Αποφεύγει και τα κοροϊδευτικά χαμόγελα του παπά-Γαβριήλ ή τις ειρωνείες του Ιορδάνη, του ψάλτη, «εξαιρετικά τα λες παπά, σαν μανάβης!». Το ξέρει, η φωνή του ακούγεται άσχημα. Μα ό,τι λέει, το ψέλνει με την καρδιά του κι αυτό θέλει ο Θεός. Όπως τότε που ήταν μικρός. Και φλεγόταν από το μεράκι των ύμνων... Ακόμη και ο Δεσπότης, την μοναδική φορά που λειτούργησε μαζί του, του είπε: «Σούς μπρέ…  Δεν το λέγεις καλά». Ήταν ένα όριο που του έβαλε ο Θεός και δεν μπορούσε να το ξεπεράσει. Τι και αν πάλεψε; Τι και αν προσευχήθηκε; Τι και αν έκλαψε; Το μόνο που κατώρθωσε είναι, όσα λέει να τα λέει μέσα από την καρδιά του. Κι αυτό είναι που θέλει ο Θεός! Την καρδιά, όχι το λαρύγγι! Αυτή είναι η παρηγοριά του γιά την σιωπή που έχει επιβάλλει στον εαυτό του. Σιωπή γιά να μην ενοχλεί όπως ενοχλούσε τότε που, μικρός ακόμη, στεκόταν παράμερα στο ψαλτήρι.  Όπως ενοχλούσε αργότερα τους φίλους του, που προχώρησαν στην ψαλτική και ας πίστευε πως θα τον θέλουν κοντά τους. Όπως ενοχλούσε τον φίλο του τον Αποστόλη, που έγινε δεξιός ψάλτης στο διπλανό χωριό. Σταμάτησε έτσι να ψέλνει μπροστά στον κόσμο και προτιμούσε τις ερημιές. Με τα τροπάρια μετρούσε τις αποστάσεις. Ξεκίναγε με τον Όρθρο, έλεγε και λίγα από τον Εσπερινό, και αν είχε χρόνο, πρόσθετε και μερικά σκόρπια τροπάρια.
         Αυτό θα έκανε και τώρα. «Μπρός, λοιπόν, παπά, δώσε του να καταλάβει», μονολόγησε. Έκανε τον σταυρό του κι άρχισε: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί…». Αφού έψαλε όλο τον κανόνα, προχώρησε και στους αίνους και εκεί, κατά το Δοξαστικό, έμπαινε πια στα πρώτα σπίτια της Τραπεζούντας. Με το ψάλσιμο κάπου είχε αφαιρεθή, όταν κατάλαβε πως ήταν στον τουρκομαχαλά. Σκέφθηκε να γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο να προσανατολισθή, και ύστερα πήρε ένα σοκάκι εκεί στ’ αριστερά. Περίμενε να τον βγάλει έξω από το Κάστρο, μα αυτό φιδογύριζε ανάμεσα στα τουρκόσπιτα. Σε κάποια στροφή φάνηκε ένας καφενές και απ’ έξω δυό-τρείς Τούρκοι αραχτοί, απολάμβαναν νωχελικά το ναργιλέ τους. Καθώς περνούσε μπροστά τους, ένας του φώναξε:
-Πόσο τα ξύλα παπά;
-Πέντε γρόσια, εφέντη μ’.
-Πολλά δεν είναι μπρέ καραμπάς (μαυροκέφαλε);
-Όχι, εφέντη μ’, όχι. Έρχομαι από μακριά, (είπε ο παπά-Λευτέρης, που ήξερε ν' αντιστέκεται στα παζάρια των Τούρκων). Κι ύστερα τί παίρνεις με πέντε γρόσια;
-Άντε να σου δώσω τρία να τα φέρεις και στο σπίτι.
-Να χαρείς εφέντη μ’. Κάμε τα τουλάχιστον τέσσερα. Είμαι φτωχός και έχω τόσα στόματα να θρέψω.
-Καλά, ας είναι, θα σου δώσω τέσσερα.
Σηκώθηκε από το σκαμνί του, τεντώθηκε και πλησίασε τον παπά. Χάϊδεψε λίγο το ζώο και ύστερα στράφηκε άγριος προς το μέρος του.
-Δεν λυπάσαι το ζώο, γκιαούρ; Πώς το φόρτωσες έτσι; Κοντεύει να ψοφήσει. Δεν φοβάσαι Θεό, μπρέ καραμπάς;
-Αντέχει, εφέντη, τόλμησε ν’ απαντήσει ο παπά-Λευτέρης.
-Σούς μπρέ, έβαλε τις φωνές ο Τούρκος και σήκωσε το χέρι του απειλητικά. Πάμε σπίτι να το ταΐσεις λίγο και να το ποτίσεις, γκιαούρ.
Γιόμισε ο μαχαλάς από τις φωνές του. Ο παπάς τον ακολούθησε φοβισμένος. «Τρελλός θα είναι…», σκέφθηκε και από μέσα του έλεγε όσες ευχές του έρχονταν στο μυαλό. Μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού, ο Τούρκος φώναξε ένα όνομα, και ύστερα, με μιά κλωτσιά, την άνοιξε διάπλατα.
-Μπες μέσα, μπρέ γκιαούρ.
Με τον ίδιο τρόπο έκλεισε την πόρτα κι αμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν το ζώο. Ο Τούρκος, με φωνές, τράβηξε σχεδόν τον παπά-Λευτέρη μέσα στο σπίτι του. Εκείνος, από τον φόβο του, έχασε κάθε δύναμη ν’ αντισταθή. Μόνο έτσι, σαν αστραπή, του πέρασε η σκέψη, «είδες τι έπαθες γιά να μην πας στην Λειτουργία;». Μόλις πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού ο Τούρκος την έκλεισε με τόση δύναμη, λες και ήθελε να την γκρεμίσει. Και, τότε, έγινε η μεταμόρφωση. Αυτός ο άγριος, που χωρίς αιτία ήταν έτοιμος να κακοπαιδέψει τον παπά, έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του με σεβασμό. Η φωνή του μόλις που ακουγόταν:
«Σχώρα με, παππούλη μου, σχώρα με (του είπε στα Ελληνικά). Δεν είχα κακό σκοπό. Γι' αυτά τα σκυλιά φώναζα, που μας έβλεπαν. Μη καταλάβουν τίποτε και χαθούμε. Χριστιανοί είμασθε και εμείς και ας φαινόμασθε Τούρκοι…».
Ο παπά-Λευτέρης κατάλαβε. Είχε μπροστά του έναν απ’ αυτούς που τους ωνόμαζαν «κλωστούς». Έναν απ’ αυτούς, που αντιστάθηκαν τόσα χρόνια στην υποδούλωση της ψυχής. Στην φαντασία του, ο ηρωϊσμός και η πίστη τους, έπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Πάνε μερικά χρόνια που άκουσε γι’ αυτούς. Τότε θέλησε να τους συναντήσει, να έλθη σ’ επαφή μαζί τους. Τον συγκράτησαν οι πιο φρόνιμοι. «Θα έλθη η στιγμή», του είπαν, «καλλίτερα να μη βιάζεσαι». Τα χρόνια πέρασαν...  κάπου μέσα του, άρχισε να μην πολυπιστεύει στην ύπαρξη τους. Και να, τώρα που είχε μπροστά του έναν δικό τους.
Ο κρυπτοχριστιανός τον έπιασε από τα χέρια και τον σήκωσε. Εκείνη την στιγμή φάνηκαν δύο γυναίκες, η μία νέα, η άλλη ηλικιωμένη, και τον περιτριγύρισαν ένα τσούρμο παιδιά.
«Η φαμίλια μου, παπά», του είπε ο κρυφός χριστιανός.
Σε λίγο, καθισμένοι στο σαλόνι, αντάλλασσαν τις ιστορίες τους. Ένοιωθαν γνωστοί από χρόνια. Ήταν και αυτοί όπως όλοι οι δικοί τους. Χρόνια τώρα, από πατέρα σε παιδί, κράταγαν μυστική την πίστη τους και συνέχιζαν να κάνουν την ζωή του μουσουλμάνου.
Πρώτα έμενε κοντά τους ένας χότζας, που ήταν κρυφός παπάς. Αυτός τους βάφτισε, αυτός τους πάντρεψε, αυτός κήδευε τους πατεράδες τους. Όλα στα κρυφά. Τη μέρα τους πάντρευε τούρκικα, τη νύχτα χριστιανικά. Στο θάνατο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι ήταν αυτός. Μόνος με την οικογένεια του νεκρού διάβαζε τρισάγιο. Τη νύχτα έκανε την κηδεία και το πρωΐ όλα τα έθιμα των μουσουλμάνων. Διπλή ζωή, διπλό ξόδι. Από τότε που πέθανε, όμως, έμειναν ορφανοί. Αλειτούργητοι. Αβάπτιστοι. Δυό χρόνια έχουν να κάνουν Ανάσταση. Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου άκουσαν τις καμπάνες από τον Χριστιανικό μαχαλά. Άναψαν κεριά και έψαλαν σιγανά τρείς φορές το «Χριστός Ανέστη».
«Να κάνουμε τώρα την Ανάσταση», είπε αυθόρμητα ο παπά-Λευτέρης. «Τί πειράζει; Πασχαλιά είναι ακόμη! Ετοιμασθήτε και εδώ είμαι εγώ».
Από την στιγμή εκείνη ολάκερος μηχανισμός μπήκε μπροστά. Μέχρι το βράδυ βρέθηκαν άμφια, σκεύη, πρόσφορα, κεριά. Γύρω στα μεσάνυχτα, το σπίτι γέμισε από «κλωστούς». Μιά κασέλα είχε γίνει Αγία Τράπεζα. Ο παπά-Λευτέρης άρχισε να ψέλνει: «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον». Τούτους εδώ δεν τους ενοχλούσε η φωνή του. Δεν άκουσε αυτό το «σούς μπρέ», που του μαύριζε την ψυχή. Τους έφθανε που άκουγαν τα λόγια. Στο τέλος, άναψε το κερί από το καντήλι που τρεμόπαιζε και κάλεσε τους μυστικούς Χριστιανούς: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον Αναστάντα εκ νεκρών». Μετά έψαλλε: «Την Ανάστασίν Σου Χριστέ Σωτήρ», διάβασε το Ευαγγέλιο και, ενώ η πόλη ησύχαζε, ψάλανε όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη»!!!. Τα δακρυσμένα μάτια γύρω του, του σκλάβωναν την καρδιά. Ήταν μία στιγμή, που θα τον συνόδευε σε όλη του την ζωή!!
Είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει η νέα μέρα, όταν επήρε τον δρόμο της επιστροφής γιά το χωριό του. Πίσω του, άφηνε το σπίτι που έγινε η κολυμβήθρα γιά ν’ αναβαπτισθή στην πίστη του και μαζί άφηνε ένα κομμάτι της καρδιάς του. Θα ερχόταν πάλι σε λίγες μέρες. Τον περίμεναν οι νέοι του Χριστιανοί. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά που είχαν μείνει αβάπτιστα. Τώρα ήξερε! Κάθε φορά που θα ξεκινούσε με ξύλα γιά την Τραπεζούντα, θα έφερνε κι ένα φόρτωμα γιά τον τουρκομαχαλά. Κάθε φορά και σε διαφορετικό σπίτι, που την νύχτα θα γινόταν Εκκλησιά κι εκεί θα συνάζονταν οι «κλωστοί». Από τα πιο απίθανα μέρη ξεφύτρωναν οι μαύρες σκιές, που αδιαφορούσαν γιά την προχωρημένη ώρα. Τις πιο πολλές φορές, έρχονταν στο σπίτι του πεθαμένου κρυφού παπά, όπου υπήρχε ολάκερη Εκκλησιά κρυμμένη από τα μάτια του κόσμου. Έξω οι νέοι αναλάμβαναν την φύλαξη. Τόσα χρόνια στην ζωή αυτή έμαθαν να φροντίζουν γιά την ασφάλειά τους. Μαζί τους άρχισε κι αυτός να ζει τους φόβους και τις αγωνίες τους. Και, όταν γνωρίσθηκαν καλά, η έγνοια του «σκλαβώθηκε» στον μαχαλά τους!!!

Από «Το Συναξάρι των κρυφών ονείρων» του Γ.O. Πρίντζιπα.
Πηγή: Αθωνική Πολιτεία, Αρ Φύλλου:261 – ΑΠΡ. 2019 σελ.3