Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

«ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ, ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ» (Εκκλησιαστής.Α’2’)!!!

  

 ΕΓΚΟΣΜΙΟΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ – ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΣ  

 

Νέε μου, στάσου δυὸ λεπτά και πρόσεξε και μένα.

Θα σου μιλήσω γιά ψυχή, που είναι καλό γιά σένα.

Με βλέπεις κόκκαλο γυμνό, με δίχως παρρησία

και λες δεν είμαι τίποτε, δεν δίδεις σημασία.

 

Κι όμως και εγώ στα χρόνια σου, είχα μεγάλο κάλλος,

και με το νου μου έλεγα, πως δεν υπάρχει άλλος!

Είχα καρδιά λεονταριού και μπράτσα σιδερένια.

Τα πόδια ήταν δυνατά, τα στήθη μαρμαρένια!

 

Είχα μαλλιά μεταξωτά και μάγουλα σαν μήλα

και φρύδια που δεν βρίσκονται, σαν τις εληάς τα φύλλα.

Είχα την γλώσσα τ’ αηδονιού, μάτια μεγάλα μαύρα

και οι φίλοι μου μου έλεγαν όλα αυτά, που τάβρα;

 

Γι’ αυτά καμάρωνα και εγώ, ωσάν να είμαι φάρος,

και με το νου μου έλεγα, πως δεν υπάρχει Χάρος.

Μα ξαφνικά κατάλαβα, πως πέρασαν τα χρόνια

και φύγανε τα νιάτα μου, σαν του Μαρτιού τα χιόνια.

 

Οι απολαύσεις κι οι χαρές πέταξαν στον αέρα,

και η ζωή μου φάνηκε πως ήτανε μιά μέρα.

Σαν ένοιωσα γεράματα σκέφθηκα τα παληά μου,

και στον καθρέπτη έβλεπα, τα άσπρα τα μαλλιά μου.

 

Το φως από τα μάτια μου είδα να λιγοστεύει

και ο νους μου πως εγήρασα ακόμα δεν πιστεύει.

Τα πόδια μου ελίγησαν, τα χέρια δεν κινούνται,

τα σπλάγχνα μου εστέναξαν κι’ αυτά παραπονιούνται.

 

Κατάλαβα το θάνατο και είδα πως τελειώνω,

και τότε βάζω μιά φωνή με κλάματα και πόνο.

Ποιός  Άρχων δίνει την ζωή, και ποιό γιατρό να πάρω;

Και πού θα βρω τον κραταιό, που να νικά το Χάρο;

 

Θα του χαρίσω χρήματα και πλούτη όσα θέλει,

αρκεί του Χάρου το σπαθί να σπάση και τα βέλη.

Κανείς δεν μ’ αποκρίθηκε, κανείς δεν μούπε ξέρω:

«Θα σου γλυτώσω την ζωή, τα νιάτα θα σου φέρω».

 

Γι’ αυτό μιά μέρα ξαφνικά χωρίς να περιμένω,

κάποιος κτυπά την πόρτα μου, με τρόπο αγριεμένο.

Ήταν πολύ τρομακτικός (φωνάζω, τί να κάμω…)

και με φωνή απότομη μου λέει σήκω απάνω.

 

Μου ξέσκισε τα σπλάγχνα μου και πήρε την ψυχή μου

και αμέσως παν τα πλούτη μου, μαζί και η ζωή μου.

Και τώρα τ’ αξιώματα που παν και τα παλάτια;

Τα όμορφα τα μάγουλα η γλώσσα και τα μάτια;

 

Σκουλήκια φάγαν το κορμί κι’ ολόκληρο το σώμα,

αφού με λάσπη γίναμε, γίνηκα πάλι χώμα.

Όπως με βλέπεις νέε μου και εσύ θα καταντήσεις

γι’ αυτό σε τούτη τη ζωή μη θέλεις να πλουτήσεις.

 

Ο Χάρος είναι άσπλαγχνος, δεν δίνει προθεσμία

δεν κάνει εις το έργο του εξαίρεση καμμία.

Παίρνει τις μάννες ξαφνικά, λεβέντες που γλεντάνε,

από την κούνια τα παιδιά, κορίτσια που κεντάνε.

 

Σκέψου λοιπόν τον θάνατο συχνά και κάθε ώρα!

Υπήρχαν κι άλλοι στην ζωή, μα δεν υπάρχουν τώρα.

Σε κάθε βήμα πρόσεξε, σου στήνουνε ενέδρες,

μην αδικήσεις ορφανά, και χήρες και μητέρες.

 

Πιστά τους Νόμους φύλαγε χωρίς καμμιά προσθήκη,

τις εντολές του Λυτρωτή και την Καινή Διαθήκη!

Να μη δουλεύεις Κυριακές και εορτές Αγίων,

να  ΄χεις αλέκιαστη ψυχή και βίο των Αγίων!

 

Μην πράττεις τα παράνομα, μην βλασφημείς τα Θεία,

να  μην καμφθής εις το εξής στου σατανά την βία.

Της μέρας τ’ αμαρτήματα, προτού ο ήλιος δύσει,

με κάθε τρόπο ιερό να τάχης όλα σβήσει!

 

Φιλανθρωπία, προσευχή, αγάπη και νηστεία,

αυτά θα σώσουν την ψυχή, μη λες πως είναι αστεία!

Αγάπα πάντα άνθρωπο, ποτέ κακό μην κάνεις,

γιατί ιδού ο τάφος σου... Και συ θα αποθάνης!

 

Προσφορά του απλού και πιστού γέροντος Παναγιώτου Κ.