Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ!!!

 

<<Στο Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταυγούστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, που ψάρευαν τις νύκτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου.

Εκείνη τη νύκτα, η μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, και εκείνο παρεξηγήσεις και βαρειές κουβέντες... Ούτε την Θεοτόκο δεν σεβάσθηκαν οι βλάσφημοι… Του κάκου προσπαθούσαν ο Λιμενοφύλακας και ο μαγαζάτορας της ταβέρνας στο μικρό λιμάνι,  να τους συγκρατήσουν...

Μέχρι που ξαφνικά, ο ουρανός βάρυνε. Η θάλασσα άρχισε να μουγκρίζει. Σε μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάϊκο και τις βάρκες με τις λάμπες, μέχρι που τις πέταξε σπασμένες στη στεριά…

Κατόπιν, η θάλασσα γαλήνεψε, και ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ο καπετάνιος του, απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.

«Πώς έγινε αυτό το κακό;», ερώτησε. «Εγώ ταξίδευα με θάλασσα “γυαλί”».

«Ήταν θαύμα της Παναγίας», εξήγησε ένας από τους ψαράδες.

Οι περισσότεροι συμφώνησαν. Δυό-τρείς όμως μίλησαν ειρωνικά και έδωσαν άλλη εξήγηση:

«Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά που δεν μας σήκωσε στον ουρανό τις βάρκες».

Ένας μάλιστα, ο Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:

«Άντε μωρέ, που ήταν θαύμα. Όρεξη δεν είχε η Παναγιά, να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες...»

Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά που είχε πάθει η δική του ψαρόβαρκα, την οποία βρήκε σμπαραλιασμένη... Βλέποντάς την, έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Θεοτόκο και αποσύρθηκε να κοιμηθή.

Μόλις ξάπλωσε, είδε Ολοζώντανη την Υπεραγία Θεοτόκο (σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο…), να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:

«Γιατί, παιδί μου, δεν Μέ σέβεσαι;».

«Τί είναι αυτά που μου λες;», θυμωμένος Τής απαντά.

«Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάσθηκα;», Τήν ερώτησε.

«Δεν Μέ ξέρεις; Τότε γιατί όλο Μέ βλασφημάς;».

Στα λόγια αυτά τινάχθηκε όρθιος. Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε... Τα πόδια του είχαν βυθισθή ως τα γόνατα, στην άμμο... Έκανε τον Σταυρό του. Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πιά, την Υπεραγία Θεοτόκο και Τήν άκουσε να του λέει:

«Έλα στο σπίτι Μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικιά της Πάρου»!

Ο Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας! Έφθασε στην Εκατονταπυλιανὴ λίγο μετά την ανατολή του ηλίου και έτρεξε γρήγορα στο Εικόνισμα της Θεοτόκου! Στη Θεία Της Μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματός του! Γονάτισε και προσευχήθηκε κλαίγοντας ώρες ολόκληρες! Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί διεπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες και το ψαροκάϊκο έστεκαν στη στεριά, χωρίς καμμιὰ ζημιά!!>>!!!

Πηγή: «Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας», Ι.Μονή Παρακλήτου-Ωρωπός.