Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

Η ΖΩΣΑ ΠΙΣΤΙΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΒΟΣΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΣΙΣ ΑΥΤΗΣ!!

 

Ήταν Μεγάλο  Σάββατο (το  1970) και κάτι  θαυμαστό  συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν κτύπησε η καμπάνα της Εκκλησιάς, γιά την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε γιά την Εκκλησιά.

Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο τσοπάνος με την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην  ησυχία  της  νύχτας,  πέρα  στα  μαντριά  του  Γεωργακού,  μεγάλο θόρυβο.

Ο Γεωργακός έβαλε αυτί γιά ν’ ακούσει καλλίτερα τί συμβαίνει... Μαζί του στάθηκαν και οι άλλοι χωριανοί.

«Λύκοι μπήκαν στο μαντρί μου», είπε. «Απόψε διάλεξαν να το κάνουν... Ξέρω εγώ, ο σατανάς τους έστειλε γιά να με εμποδίσει να πάω στην Ανάσταση… Αλλά, έννοιά του, δεν θα του κάνω το χατίρι…»

Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά:

«Απόψε προβατάκια μου σας αφήνω στα Χέρια του Θεού μου»!

Και στρέφοντας το πρόσωπό του στους συνοδοιπόρους του χωριανούς, τους είπε:

«Εγώ θα πάω στην Εκκλησιά, να ακούσω το “Χριστός Ανέστη”»!

«Τί είναι αυτά που λες Γεωργακέ;», του είπαν οι συχωριανοί του. «Τρέξε γρήγορα να γλυτώσεις τα πρόβατά σου και να σώσεις την περιουσία σου».

Και αποκρίνεται ο τσέλιγκας:

«Εγώ θα πάω στην Ανάσταση και ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει...»!!

 Στην Εκκλησιά, λοιπόν, πρώτος και καλλίτερος ο τσέλιγκας! Στεκόταν, γαλήνιος, στο στασίδι του κρατώντας στα χέρια του την ολοφώτεινη λαμπάδα του, που με το φως της χάϊδευε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του. Στο κάλεσμα του ιερέα: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», πήγε πρώτος αυτός και μαζί του ιεραρχικά όλη η φαμελιά του και Κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια! Όταν ο Λειτουργός διάβαζε τον Κατηχητικό Λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου, ο Γεωργακός στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και άκουγε με προσοχή. Στα  λόγια  του  παπά: «Ο  Άδης,  φησίν,  επικράνθη»,  επαναλάμβανε  το «επικράνθη», με δύναμη και θάρρος, λες και εκδικιόταν τον Άδη και μαζί του τον διάβολο, με τη σκοτεινή δυναστεία του. Και όταν το κείμενο έφτασε στο: «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται», ο τσέλιγκας, στην κάθε επανάληψη του «Ανέστη», τό φώναζε δυνατά και θριαμβευτικά, με φωνή που σκέπαζε εκείνες των συνεορταστών του!

 Βγαίνοντας από  την  Εκκλησιά, κίνησε γιά το σπίτι του, γεμάτος αναστάσιμη χαρά και αγαλλίαση. Όταν έφθασαν στο σπίτι, αφού πρώτα άναψαν το καντήλι με το Αναστάσιμο Φως, έστρωσαν τραπέζι γιά να φάνε την παραδοσιακή μαγειρίτσα και να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό. Αφού φάγανε και οι άλλοι αποσύρθηκαν γιά ύπνο, ο Γεωργακός, πήρε την γκλίτσα του και βγήκε από το σπίτι, γιά να πάει στα μαντριά να δει τί ζημιά του έκαναν οι λύκοι.

Όταν έφθασε πολύ κοντά τον ανησύχησε η μεγάλη ησυχία που επικρατούσε εκεί.

«Άϊντε», είπε, «πάνε τα προβατάκια μου, δεν θα γλύτωσε κανένα», και μ’ αυτές τις σκέψεις, μπήκε στο μαντρί. Και τί να δει: Τα πρόβατά του είχαν στριμωχθή όλα μαζί στην μία πλευρά του μαντριού, ακίνητα, σαν μαρμαρωμένα και στην άλλη πλευρά, πάνω στα ξερά χορτάρια κάθονταν, σαν ήμερα σκυλιά, δύο λύκοι και τον κοίταζαν!!

Συγκλονισμένος απ’ αυτό που έβλεπε, πήγε αθόρυβα και άνοιξε τη μαντρόπορτα. Ύστερα, στάθηκε λίγο παράμερα και γιά να διώξει τους λύκους, κτύπησε με δύναμη τις παλάμες των χεριών του. Οι λύκοι πετάχτηκαν αμέσως έξω απ’ το μαντρί και εξαφανίσθηκαν.

Ο Γεωργακός τότε στράφηκε προς τα πρόβατα. Τα μέτρησε ένα προς ένα και ώ του θαύματος! Τα βρήκε όλα, όχι μόνο ζωντανά και σωστά στον αριθμό, αλλά και ανέγγιχτα! Οι λύκοι δεν τα είχαν ακουμπήσει!