Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

ΘΕΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ, ΤΟΥ ΕΝ Ν.ΜΑΚΡΗ-ΑΤΤΙΚΗΣ!!

 

Γεννήθηκα και μέχρι οκτώ ετών μεγάλωσα στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Κουκάκι. Είμαι μοναχοπαίδι και οι γονείς μου με αγαπούν παθολογικά, χωρίς να μου χαλούν κανένα χατίρι... Σε ηλικία λοιπόν οκτώ ετών, μαζί με τους γονείς μου, φύγαμε γιά την Αμερική γιά μία καλλίτερη ζωή.

Οι γονείς μου με τη βοήθεια των συγγενών μου εκεί, έπιασαν δουλειά και εγώ πήγαινα στο σχολείο. Μεγαλώνοντας όμως, μεγάλωναν μαζί μου και οι παράλογες επιθυμίες μου... Έμπλεξα γρήγορα με άσχημες παρέες και δοκίμασα την μαριχουάνα και το χασίς. Περνώντας ο καιρός δεν με ικανοποιούσαν πλέον τα ελαφρά ναρκωτικά ούτε εμένα, ούτε και την παρέα μου. Το ρίξαμε λοιπόν όλοι, στα σκληρά ναρκωτικά, που τα βρίσκαμε με την ίδια ευκολία, όπως και τα ελαφρά. Αυτά όμως ήταν ακριβά και εγώ δεν εργαζόμουν. Στην αρχή έκλεβα από τις τσέπες και τα πορτοφόλια των γονιών μου. Όταν όμως με τον καιρό είχα ανάγκη από μεγαλύτερες δόσεις και έγινα αντιληπτός από τους γονείς μου, τότε μέχρι και που τους έδερνα, γιά να τους τα παίρνω...

Η κατάστασή μου ήταν δραματική, το καταλάβαινα, άλλα δεν μπορούσα να κάνω πίσω με τίποτε… Οι γονείς μου με έτρεχαν σε γιατρούς και σε ψυχολόγους μήπως καταφέρουν κάτι. Αλλά τίποτε… Κανένα φως από πουθενά...

Στο διάστημα αυτό και καθώς ήμουν μόνος μου στο σπίτι, σε κατάσταση απελπισίας, εμφανίζεται μπροστά μου ένας παράξενος επισκέπτης, που γιά πρώτη φορά τον έβλεπα. Ήταν μέτριος στο ανάστημα, είχε στρογγυλά και πολύ μεγάλα μάτια πού περιστρεφόντουσαν, είχε μαύρο και δασύ τρίχωμα, του οποίου το μήκος θα ξεπερνούσε τα δεκαπέντε εκατοστά. Επίσης είχε κέρατα και ουρά... Είχε μία τρανταχτή σταθερή φωνή και φοβερή πειθώ, που δεν σου άφηνε περιθώρια γιά αντιρρήσεις. Άρχισε να απαριθμεί την ζωή μου από τότε που γεννήθηκα μέχρι εκείνη την στιγμή με κάθε λεπτομέρεια και εγώ απλώς συμφωνούσα σε ότι άκουγα.

«Όλα τα έχεις απολαύσει…», μου λέει στο τέλος. «Τίποτε δεν σου μένει πιά, παρά να έλθης μαζί μου… Θα πάρεις, λοιπόν, το αυτοκίνητο, και θ’ ακολουθήσεις τον τάδε δρόμο, θα τρέξεις με τόσα μίλια. Πρώτα όμως θα πάρεις τρεις δόσεις απ’ αυτό που παίρνεις και θα έλθης σίγουρα μαζί μου…».

Μετά εξαφανίσθηκε χωρίς καν να αναρωτηθώ, ούτε πώς μπήκε στο σπίτι, ούτε ποιός ήταν, απλά έβαλα σε εφαρμογή αμέσως το σχέδιο που μου είχε είπε. Ετοίμασα το υλικό στην σύριγγα και έψαξα να βρω μέρος στο κατάσπαρτο από τα τρυπήματα σώμα μου. Η δόση ήταν μεγάλη και έπεσα αμέσως αναίσθητος. Καθώς ευρισκόμουν σ’ αυτή την κατάσταση, βλέπω ξαφνικά έναν ψηλό με ράσα με μαύρο σκουφί, που στο μέτωπό του ήταν χαραγμένος Σταυρός! Αυτός, λοιπόν, μου είπε:

«Μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά και όταν επιστρέψεις στην Ελλάδα, να έλθης στο σπίτι μου, είμαι ο Εφραίμ...»!!

Σηκώθηκα αμέσως, σαν να μην είχα πάρει καθόλου από αυτό το καταραμένο δηλητήριο και ένοιωσα την επιθυμία να φύγω γιά την Ελλάδα! Μόλις το είπα στη μητέρα μου απόρησε. Το θεώρησε μάλιστα Θαύμα! Διότι πολλές φορές προσπάθησαν να με διώξουν από αυτό το περιβάλλον και να με στείλουν στην Ελλάδα, χωρίς αποτέλεσμα όμως.

Εξήγησα βέβαια στην μητέρα μου τί είχε συμβεί και αυτή χαρούμενη θέλησε να με συνοδεύσει στο ταξίδι μου. Όταν ήλθαμε στην παληά μας γειτονιά, πήγαμε στον Ιερέα της Ενορίας. Εκεί και απ’ αυτόν έμαθα, ποιός ήταν ο αρχικός παράξενος επισκέπτης και τί ζητούσε από μένα. Ήταν ο διάβολος και ζητούσε την αθάνατη ψυχή μου... Αφού εξομολογήθηκα και νήστεψα, ο Ιερέας με Κοινώνησε. Μάλιστα, στην Εκκλησία, αντίκρυσα την Εικόνα του Αγίου Εφραίμ και αμέσως θυμήθηκα, ότι Αυτός ήταν που με επισκέφθηκε την κατάλληλη στιγμή και με γλύτωσε από το φοβερό πάθος μου! Πήγαμε λοιπόν, στην Νέα Μάκρη κάναμε Θεία Λειτουργία και ευχαριστήσαμε τον Άγιο! Τώρα πηγαίνω σε κάποιο Ίδρυμα, γιά να ξεφύγω λίγο από τον κόσμο και να σιγουρευθώ, ότι δεν αποζητώ (τα δηλητήρια).