<<Μετά τον πόλεμο ήταν πολύ δύσκολα και οι άνθρωποι αγωνίζονταν, γιά να ζήσουν. Ο Άγιος Πορφύριος υπηρετούσε στην Πολυκλινική.
Η Έφη ήταν ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, που έμενε το καλοκαίρι με τους γονείς της και τον αδελφό της στο Μπογιάτι. Είχαν περιβόλι με κηπευτικά και τα πουλούσαν. Ένα βράδυ η μητέρα της Έφης την έστειλε σ’ ένα μαγαζάκι εκεί κοντά, να αγοράση πετρέλαιο γιά την λάμπα. Σημειώστε ότι, δεν είχαν τότε ρεύμα. Επιστρέφοντας προς το σπίτι η Έφη συναντάει στο δρόμο ένα αγόρι, συμμαθητή της. Μιλούσαν γιά τα μαθήματα. Το σημείο, όμως, που είχαν σταματήσει, ευρισκόταν πίσω από ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Τη στιγμή εκείνη πέρασε ο αδελφός της Έφης και τους είδε να κουβεντιάζουν. Το παρεξήγησε και πίστεψε ότι, κουβεντιάζουν πονηρά, και το είπε μάλιστα στην μητέρα τους.
«Η Έφη μας ντροπιάζει», είπε, «κουβέντιαζε στο δρόμο μ’ ένα αγόρι».
Όταν έφθασε στο σπίτι η Έφη, η μητέρα της την μάλωσε πολύ και την έδειρε. Η Έφη πικράθηκε πολύ. Επαναστάτησε γιά την αδικία και την καχυποψία του αδελφού της. Την άλλη μέρα γύρισε στο σπίτι ο πατέρας, αλλά εκείνος της φέρθηκε διαφορετικά, δηλαδή με κατανόησι και καλό τρόπο.
«Εγώ δεν τα πιστεύω αυτά», της λέει. «Έλα, πάμε να ποτίσουμε το περιβόλι. Εσύ θα κάθεσαι και όπου βλέπεις πως ποτίζεται μιά βραγιά, θα μου λες να γυρίζω το νερό σε άλλη βραγιά».
Έτσι και έγινε.
Η Έφη, όμως, δεν είχε κοιμηθή καθόλου την προηγούμενη νύκτα. Η στενοχώρια και η αδικία την έπνιγαν. Απελπίσθηκε και αποφάσισε να θέση τέρμα στη ζωή της... Την ώρα, λοιπόν, που ξεκινούσαν με τον πατέρα της γιά το περιβόλι, έκανε ένα σχέδιο. Να πάρη ένα γεωργικό φάρμακο και να το πιή...
Σκεπτόταν:
«Να δω τότε, θα με αγαπούν;».
Πήρε λοιπόν το φάρμακο, το έβαλε στην τσέπη της και περίμενε να βραδιάση, γιά να το πάρη. Δεν άργησε να έλθη η δύσκολη ώρα. Ο πατέρας αμέριμνος της λέει:
«Πήγαινε στην άκρη του περιβολιού, να κλείσης το νερό».
Πήγε γρήγορα. Ήταν αθέατη. Κανείς δεν υπήρχε γύρω της. Ο πατέρας αρκετά μέτρα μακριά και εκείνη τρέμοντας έβαλε το χέρι στην τσέπη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούει βήματα. Δεν πρόλαβε να κουνηθή και εμφανίζεται μπροστά της κάποιος άγνωστος ιερέας.
Την χαιρετάει και της λέει:
«Έφη μου, ξέρεις πόσο ωραίος είναι ο Παράδεισος!
Φως! Χαρά! Αγαλλίασις!
Ο Χριστός, είναι Όλος Φως και σκορπάει τη Χαρά και την Αγαλλίασι σε όλους! Μας περιμένει στην άλλη Ζωή, γιά να μας χαρίση τον Παράδεισο!
Υπάρχει όμως και η κόλασι, που είναι όλο σκοτάδι, λύπη, στενοχώρια, αγωνία, κατάθλιψι… Αν πάρης αυτό που έχεις στη τσέπη σου, θα πας στην κόλασι... Πέταξέ το, λοιπόν, αμέσως, γιά να μη χάσης την Ομορφιά του Παραδείσου!»!!!
Η Έφη τα έχασε στην αρχή, αλλά μετά από λίγο λέει εις τον ιερέα, αφού χωρίς να το καταλάβη, είχε πετάξει το φάρμακο:
«Περιμένετε να φωνάξω και τον πατέρα μου να σας δη».
Τρέχει μες στο περιβόλι. Χάθηκε περνώντας τις ψηλές καλαμποκιές, γιά να βρη τον πατέρα της. Τον βρήκε και του λέει:
«Πατέρα, έλα γρήγορα να δης έναν ιερέα, που ήλθε στην άκρη του περιβολιού μας!»!
Όταν, όμως έφθασαν στο σημείο που έπρεπε να περιμένη ο ιερέας, δεν υπήρχε κανείς! Γιά πολύ καιρό η Έφη δεν μπορούσε να εξηγήση όλα όσα της συνέβησαν εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσε να εξηγήση την εξαφάνισι του ιερέα. Επιθυμούσε να τον ξαναβρή. Της είχε σώσει την ζωή!
Εν τω μεταξύ, κάθε χειμώνα, κατέβαινε στην Αθήνα όλη η οικογένεια. Η Έφη επήγαινε πολλές φορές στην νονά της, που ήταν πολύ πιστή, κι έμενε μεγάλο διάστημα κοντά της. Η νονά της συνήθιζε να δέχεται στο σπίτι της και να φιλοξενεί θεολόγους, ιερείς, μοναχούς. Κάποια φορά, λοιπόν, που η Έφη πήγε στην νονά της, στο σαλόνι είχε μία επίσκεψι. Η Έφη δεν γνώριζε ποιός ήταν. Η νονά της σε μία στιγμή έρχεται στην κουζίνα και λέει της Έφης:
« Έφη ετοίμασε γλυκό και καφέ και φέρε τα στο σαλόνι, γιά τον επισκέπτη μας».
Η Έφη τα ετοίμασε. Καθυστέρησε, όμως, λίγο και την ώρα που τα πήγαινε η νονά της την πρόλαβε. Της λέει λοιπόν:
«Όχι αυτό το δίσκο, βάλε τον ασημένιο, γιατί η επίσκεψι είναι επίσημη!».
Γύρισε η Έφη στην κουζίνα, άλλαξε το δίσκο και τον πήγε στο σαλόνι. Αλλά τί να δή! Πήγε να της πέση ο δίσκος απ’ τα χέρια! Βλέπει μπροστά της τον ιερέα, που είχε εμφανισθή εκείνο το δύσκολο γι’ αυτήν βράδυ, στο περιβόλι τους.
«Είμαι ο πατήρ Πορφύριος», της είπε ο Άγιος χαμογελώντας.
Η Έφη έτσι εγνωρίσθηκε με τον Άγιο Πορφύριο! Έκανε μάλιστα οικογένεια με πολλά παιδιά! Την ευλόγησε ο Θεός!>>!!!