Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

ΓΕΡΩΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ - ΕΠΙΒΟΛΗ ΣΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΖΩΑ


     Ο Γέρων Μελχισεδέκ, ερημίτης στα βουνά της Κεντρικής Ρωσίας του 18ου αιώνα, νέος ακόμα έγινε δεκτός ως δόκιμος στο μικρό και απομονωμένο Μοναστήρι του Σωφρονίου στην Ουκρανία. Δεν έμεινε όμως για πολύ καιρό εκεί. Λόγω των αντιμοναχικών διαταγμάτων του Μεγάλου Πέτρου και της Αυτοκράτειρας Άννας, ο μοναχισμός στο σύνολό του έπεσε σε  παρακμή και οι καλύτεροι μοναχοί, λόγω της κριτικής που ασκούσαν στο καθεστώς, εδιώκοντο ακόμα και από τους αδελφούς τους.

   Στο Μοναστήρι του Σωφρονίου είχαν αναθέσει στον Γέροντα να περιποιείται τα οικιακά ζώα (πουλερικά, χήνες κ.α.) και αυτά συνδέθηκαν τόσο πολύ μαζί του, που -όπως αναφέρει ο Ιλαρίων- όταν αυτός έφυγε από το Μοναστήρι, έπεσαν στην γούρνα και πνίγηκαν. 

    Ο Γέρων Μελχισεδέκ εξασκούσε όμως ασυνήθιστη εξουσία και στα άγρια ζώα. Μια ημέρα, τον επισκέφθηκε μία αρκούδα από το δάσος. Έσκυψε το κεφάλι της προς το μέρος του κι εκείνος της πέρασε στον λαιμό ένα κόκκινο κολάρο. Ήταν ένα εκπληκτικό θέαμα, να βλέπεις τον Μιχαήλο (ή Μίσα, όπως αποκαλούσε ο Γέροντας την αρκούδα), ένα τεράστιο θηρίο, γερασμένο, με ψαρό το τρίχωμά του με ένα κόκκινο κολάρο περασμένο στον λαιμό του, να περιμένει στωικά, όρθιο στην πόρτα του κελιού, τον Γέροντα να του δώσει φαγητό.   

    Η αρκούδα αυτή είχε την συνήθεια να επισκέπτεται τον Γέροντα κάθε ημέρα την ώρα του γεύματός του. Σπανίως δε αργούσε για το συσσίτιό της, κάθε ημέρα ερχόταν ακριβώς την ώρα που γευμάτιζε ο Γέροντας. Και περίμενε στην πόρτα με θαυμαστή υπομονή, μέχρις ότου ο ασκητής την πλησιάσει κρατώντας το περίσσευμα του φαγητού του. Μόλις έτρωγε, ο Μιχαήλος, έπαιρνε πάλι τον δρόμο για το δάσος. 

    Ζώντας σ' εκείνη την έρημο ο Γερο-Μελχισεδέκ (τότε Πατήρ Μάξιμος) υπέμενε για ένα μακρύ διάστημα τις διώξεις των αδελφών, πού του αρνήθηκαν κι αυτήν ακόμα την τροφή. Αλλά ο πολυεύσπλαγχνος Θεός δεν τον ξέχασε. Του έστειλε για παρηγοριά μια αγριόχηνα. Κάθε άνοιξη, χωρίς καθυστέρηση, αυτή Πήγαινε στο ερημητήριο  του και γεννούσε εκεί τα αυγά της. Καθόταν εκεί και τα κλωσούσε, μέχρι να εμφανιστούν τα μικρά της, έφευγε δε, μόνο όταν πλησίαζε ο χειμώνας, για να πάει σε θερμότερα κλίματα.


    Καθώς περνούσε ο καιρός, οι επιθέσεις των «αδελφών» γίνονταν όλο και πιο σκληρές, ώσπου του ζήτησαν να φύγει από εκείνο τον τόπο. Την παραμονή της αναχωρήσεώς του συνέβη το εξής περιστατικό: η χήνα, σαν να διαισθάνθηκε τον αποχωρισμό της από τον προστάτη της, άρχισε να κράζει αλλόκοτα και να πετάει με αγωνία από την μια μεριά στην άλλη, συνεχώς. Και ύστερα, ξαφνικά, όρμησε με τα χηνάκια της προς τα πάνω, πάνω από τον πύργο της Εκκλησίας. Έμειναν εκεί στον αέρα, ώρα πολλή, κάνοντας κύκλους. Και ύστερα, από εκείνο το μεγάλο ύψος, αφέθηκε να πέσει πάνω στον τρούλο της Εκκλησίας. Ακολούθησαν και τα χηνάκια. Έπεσαν κι αυτά πάνω στον τρούλο και σκοτώθηκαν.


    Ο Πατήρ Μητροφάνης, ένας από τους υποτακτικούς του Γέροντα, έχει καταγράψει την σημαντική επιβολή του στα άγρια ζώα και ειδικά στην αρκούδα, τον Μίσα. Μια ημέρα, ένας ευεργέτης του Γέροντα Μελχισεδέκ θέλησε να τον επισκεφθεί. Ο Γέρων, που είχε το χάρισμα της προφητείας, είπε στον Μητροφάνη: “Ο ευεργέτης μας θα έρθει να μας επισκεφθεί. Ίσως συναντήσει την αρκούδα στο δρομάκι και πάθει κακό.

     Ο Μητροφάνης έτρεξε προς τα εκεί και, όντως, η αρκούδα είχε φθάσει στο δρομάκι και ήταν έτοιμη να χιμήξει στον επισκέπτη. Μόλις όμως είδε τον Μητροφάνη, το ζώο έκανε μεταβολή και έφυγε.


    Όταν ο επισκέπτης έφθασε στο κελί του Γέροντα, του είπε: «Τώρα, Γέροντα, αντιλαμβάνομαι και πιστεύω ότι ο Θεός είναι μαζί σου. Τώρα, πριν από λίγο, που κινδύνευσε η ζωή μου, άρχισα να φωνάζω συνεχώς “Κύριε, με τις προσευχές του Γέροντα Μελχισεδέκ, σώσε με!” και ο Θεός πράγματι με έσωσε από το θηρίο».


    Μετά τον θάνατο του Γέροντα Μελχισεδέκ, η αρκούδα δεν ξαναφάνηκε σ' εκείνα τα μέρη.



Πηγή: ΖΩΑ ΚΑΙ ΑΝΟΡΩΠΟΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.

Εκδόσεις "Ο Αγιος Στέφανος"