Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΥΜΑΣΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ!!

      

        Ένα βράδυ, ενώ το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και έφεγγε μέσα στο σκοτάδι, ο Άγιος Ευθύμιος ο Νέος, μόλις είχε τελειώσει το Μεσονυκτικό στο Ναό, και όπως συνήθιζε, έκανε μία μικρή βόλτα στα Παρεκκλήσια της Μονής, γιά να διώξει τον ύπνο από τα βλέφαρά του και να συνεχίσει έπειτα την αγρυπνία του.
        Ξαφνικά, μέσα στη γλυκειά ηρεμία της αστροφεγγιάς, βλέπει δύο άνδρες να κλέβουν το σιτάρι της Μονής από τις υπόγειες αποθήκες. Ο ένας έβγαζε από το υπόγειο το σιτάρι και το τοποθετούσε μέσα σε σακιά, ενώ ο άλλος τα έπαιρνε και τα στοίβαζε σε μία γωνιά. Μόλις όμως ο «μεταφορέας» εκείνος σιτοκλέφτης, είδε από μακριά τον Όσιο να έρχεται, έτρεξε να φύγει και άφησε τον σύντροφό του μέσα στο λάκκο χωρίς βοηθό.

         Ο Άγιος Ευθύμιος κατάλαβε τι συνέβαινε, πόνεσε τα πλάσματα του Θεού που ευρίσκονταν σε τόσο άθλια κατάσταση φτώχειας, ώστε να φθάνουν στην κλεψιά και επήρε την απόφαση να αναπληρώσει εκείνον που έφυγε! Πράγματι, ο σιτοκλέφτης που έμεινε στον λάκκο και άδειαζε την αποθήκη, χωρίς να αντιληφθή απολύτως τίποτε από όσα έγιναν, εξακολουθούσε να βγάζει επάνω το σιτάρι, ο δε Άγιος Ευθύμιος το παραλάμβανε και το μετέφερε.
        Αφού λοιπόν ο άνθρωπος αυτός έβγαλε από το υπόγειο αρκετό σιτάρι και ήθελε να ανέβη επάνω, του είπε ψιθυριστά στο αυτί ο Άγιος Ευθύμιος:
        «Θα φύγουμε και θα αφήσουμε εκείνα τα τυριά;», και συγχρόνως του έδειχνε με το δάκτυλο το σημείο στο υπόγειο όπου ευρίσκονταν.
        Εκείνος, δεν είχε καταλάβει ακόμα τί συνέβαινε και του λέει:
        «Από που ξέρεις εσύ ότι έχει εκεί τυριά;».
        «Άκουσα», του λέει ο Άγιος, «πριν από λίγο τον ηγούμενο να το λέει».
        Ο σιτοκλέφτης έψαξε αμέσως και ευρήκε τα τυριά. Επήρε όσα νόμιζε ότι του χρειάζονται, τα έδωσε στα χέρια του βοηθού του (του Αγίου Ευθυμίου), και εκείνος τα στοίβαζε στην ίδια γωνιά που ήταν το σιτάρι. Τέλος του έδωσε το χέρι του και τον ετράβηξε επάνω.
        Μόλις ο κλέφτης αντιλήφθηκε ποιός ήταν εκείνος, που τον τράβηξε επάνω και τον βοηθούσε τόση ώρα, άρχισε να τρέμει, πάγωσε, κυριολεκτικά, κυριεύθηκε από φόβο, ντροπή και θαυμασμό… Συγχρόνως, όμως, μέσα στην ψυχή του ένιωσε υπερβολική συγκίνηση και έπεσε στα πόδια του Αγίου, ζητώντας του συγγνώμη.
        Ο Άγιος τον εσήκωσε επάνω, τον εχάϊδεψε, τον αγκάλιασε και του είπε:
«Μην στενοχωριέσαι, παιδί μου, διότι τα πράγματα αυτά, είναι και δικά σου και του Θεού. Και αν πήρες κάτι απ’ αυτά, από τα δικά σου επήρες και όχι από τα ξένα. Και πάλι όταν έχεις ανάγκη, έλα πάλι να πάρεις»!!
        Ο σιτοκλέφτης παρηγορήθηκε με τα λόγια του Αγίου και έμεινε θαυμάζοντας την ανεξικακία και την φιλανθρωπία του.