Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Ο ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ, ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟΥ...

 

"Στου Γηροκομείου την αυλή, πάνω σ’ ένα παγκάκι,

κάθεται ολομόναχο, θλιμμένο γεροντάκι.

Σκέφτεται όσα έκανε όλα αυτά τα χρόνια

και βλέπει πώς κατάντησε σ’ αυτή την καταφρόνια.

 

Ευτυχισμένοι ζούσανε αυτός και η φαμελιά του,

η όμορφη γυναίκα του, τα δύο τα παιδιά του.

Αυτός και η γυναίκα του συνέχεια στην δουλειά,

θέλανε τα παιδάκια τους, να ζήσουνε καλά.

 

Γι’ αυτό και τα μορφώσανε απ' το υστέρημά τους,

καμάρωναν που γίνονταν σπουδαία τα παιδιά τους.

Κουράγιο βρε γυναίκα μου, ώσπου να μεγαλώσουν,

είναι παιδιά πολύ καλά, θα μας το ανταποδώσουν.

 

Τα δυό παιδιά σπουδάσανε και στην Αμερική,

κάνανε οικογένεια και μείνανε εκεί.

Από την στεναχώρια της, πριν κλείσει ένας χρόνος,

πεθαίνει η γυναίκα του και μένει ο γέρος μόνος.

 

Ζήτησε από τ’ αγόρι του να πάει ο καϋμένος,

θυμάται τί τ’ απάντησε κι είναι, φαρμακωμένος:

«Πατέρα, πολλά έκανες και σε ευχαριστούμε,

μα είναι δύσκολα εδώ, με γέροντες να ζούμε».

 

Ο γέροντας τού απάντησε: «Να ’χετε την ευχή μου

και εγώ θα βρω μία γωνιά στο άλλο το παιδί μου».

Μα όταν το ανέφερε στην κόρη του μία μέρα,

εκείνη του απάντησε: «Δεν γίνεται πατέρα.

 

Σπίτι μεγάλο έχουμε», η κόρη καμαρώνει,

«μα όσα μέτρα μείνανε, τα κάναμε σαλόνι»...

Πόσο ο γέρος λαχταρά, νάναι με τα παιδιά του,

νάχει τα εγγονάκια του πάνω στα γόνατά του.

 

Αυτή η σκέψη η γλυκιά το γέρο αποκοιμίζει,

του Ιδρύματος η ερημιά όμως τον τριγυρίζει.

Ο γέροντας κοιμήθηκε με πρόσωπο θλιμμένο,

την άλλη μέρα το πρωΐ τον βρήκαν πεθαμένο…".

 

Αγνώστου ποιητή