Ένα πρωϊνό Κυριακής, ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, κατηφόριζε μαζί με έναν γνωστό του ηλικιωμένο χωρικό, προς την Εκκλησία ενός χωριού. Στο δρόμο συνάντησαν μία παρέα νεαρών που βάδιζαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο χωρικός ερώτησε τους νεαρούς:
«Πού πάτε παιδιά;».
Εκείνοι απάντησαν:
«Στο καφενείο».
Τότε ο χωρικός (που ήταν πολύ αυστηρός) τους είπε:
«Δεν ντρέπεσθε, Κυριακή πρωΐ, αντί να ευρίσκεσθε στην Εκκλησία, πηγαίνετε στο καφενείο; Χριστιανοί είσθε εσείς;».
Και τους εξαπέλυσε ένα υπαίθριο ζηλωτικό κήρυγμα...
Οι νεαροί τότε του μίλησαν υβριστικά και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Ο Γέροντας σιωπούσε.
Ο χωρικός, γεμάτος έξαψη και αυταρέσκεια, είπε στο Γέροντα:
«Καλά τα είπα στα παληόπαιδα;».
Και ο Όσιος Πορφύριος του είπε:
«Δεν τα είπες καλά...».
Ο χωρικός, που περίμενε συγχαρητήρια, πικράθηκε από την απάντηση του Οσίου... Έφθασαν στην Εκκλησία. Ο Όσιος Πορφύριος μπήκε στο Ιερό και ο χωρικός έπιασε ένα στασίδι. Δεν πέρασε μισή ώρα και να 'σου, όλοι οι νεαροί της παρέας να μπαίνουν στην Εκκλησία! Ο χωρικός έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση. Μόλις τέλειωσε η Θεία Λειτουργία και βγήκε ο Όσιος Πορφύριος από το Ιερό, ο χωρικός έσπευσε να τον συναντήσει και του έδειξε τα παιδιά λέγοντας του:
«Είδες που μου είπες ότι δεν τους τα είπα καλά;
Σκέφθηκαν τα λόγια μου και ήλθαν στην Εκκλησία».
Και ο Όσιος Πορφύριος χαμογελώντας του εξήγησε, ότι ήλθαν, επειδή προσευχόταν σιωπηλά γι’ αυτά και όχι διότι επηρεάσθηκαν από τον τρόπο του.