Μιά φορά, πριν από χρόνια, μπήκαμε σ’ ένα φορτηγό που είχε γιά καθίσματα κάτι σανίδες, γιά να πάμε από την Ουρανούπολη στην Θεσσαλονίκη. Μέσα, ήταν άνω-κάτω, βαλίτσες, πορτοκάλια, ψάρια, βρώμικα καφάσια από ψάρια, παιδιά από την Αθωνιάδα, άλλα καθιστά, άλλα όρθια, καλόγεροι, λαϊκοί...
Ένας λαϊκός, λοιπόν, ήλθε και κάθισε δίπλα μου. Ήταν και χονδρός και επειδή κάπως στριμώχθηκε, έβαλε τις φωνές: «Τί κατάσταση είναι αυτή;», φώναξε.
Πιό εκεί ήταν ένας μοναχός που, ο φουκαράς, ήταν κουκουλωμένος μέχρι πάνω από τα καφάσια και μόνο το κεφάλι του είχε έξω... Εν τω μεταξύ, όπως κουνιόταν το φορτηγό και ο δρόμος ήταν ένας καρρόδρομος χαλασμένος, έπεφταν τα στοιβαγμένα καφάσια και ο καϋμένος ο μοναχός προσπαθούσε να τα πετάει αριστερά και δεξιά με τα χέρια του, γιά να μην τον κτυπήσουν στο κεφάλι...
Ο άλλος βέβαια, φώναζε, επειδή καθόταν λίγο στριμωχτά…
«Δεν βλέπεις», του λέω, «εκείνος ο μοναχός πώς είναι, και εσύ φωνάζεις...!!!;;;».
Ρωτάω και τον μοναχό:
«Πώς τα περνάς, πάτερ;»
Και εκείνος χαμογελώντας μου λέει:
«Από την κόλαση, Γέροντα, καλλίτερα είναι εδώ!»!!
Ο ένας βασανιζόταν, αν και καθόταν, και ο άλλος χαιρόταν, παρόλο που τα καφάσια κόντευαν να τον κουκουλώσουν. Και είχαμε ακόμη δύο (τουλάχιστον) ώρες δρόμο. Δεν ήταν και κοντά. Ο νους του λαϊκού γύριζε στην άνεση που θα είχε, αν ταξίδευε με λεωφορείο και πήγαινε να σκάσει… Ενώ ο μοναχός, σκεπτόταν την στενοχώρια που θα είχε, αν ευρισκόταν στην κόλαση, και ένοιωθε χαρά. Σκέφθηκε: «Σε δύο ώρες, πάνω-κάτω, θα φθάσουμε και θα κατεβούμε, ενώ οι καϋμένοι στην κόλαση ταλαιπωρούνται αιώνια... Ύστερα, εκεί δεν έχει καφάσια, κόσμο κ.λπ., αλλά είναι κόλαση. Δόξα Σοι ο Θεός, εδώ είμαι πολύ καλλίτερα!»!!
Ένας λαϊκός, λοιπόν, ήλθε και κάθισε δίπλα μου. Ήταν και χονδρός και επειδή κάπως στριμώχθηκε, έβαλε τις φωνές: «Τί κατάσταση είναι αυτή;», φώναξε.
Πιό εκεί ήταν ένας μοναχός που, ο φουκαράς, ήταν κουκουλωμένος μέχρι πάνω από τα καφάσια και μόνο το κεφάλι του είχε έξω... Εν τω μεταξύ, όπως κουνιόταν το φορτηγό και ο δρόμος ήταν ένας καρρόδρομος χαλασμένος, έπεφταν τα στοιβαγμένα καφάσια και ο καϋμένος ο μοναχός προσπαθούσε να τα πετάει αριστερά και δεξιά με τα χέρια του, γιά να μην τον κτυπήσουν στο κεφάλι...
Ο άλλος βέβαια, φώναζε, επειδή καθόταν λίγο στριμωχτά…
«Δεν βλέπεις», του λέω, «εκείνος ο μοναχός πώς είναι, και εσύ φωνάζεις...!!!;;;».
Ρωτάω και τον μοναχό:
«Πώς τα περνάς, πάτερ;»
Και εκείνος χαμογελώντας μου λέει:
«Από την κόλαση, Γέροντα, καλλίτερα είναι εδώ!»!!
Ο ένας βασανιζόταν, αν και καθόταν, και ο άλλος χαιρόταν, παρόλο που τα καφάσια κόντευαν να τον κουκουλώσουν. Και είχαμε ακόμη δύο (τουλάχιστον) ώρες δρόμο. Δεν ήταν και κοντά. Ο νους του λαϊκού γύριζε στην άνεση που θα είχε, αν ταξίδευε με λεωφορείο και πήγαινε να σκάσει… Ενώ ο μοναχός, σκεπτόταν την στενοχώρια που θα είχε, αν ευρισκόταν στην κόλαση, και ένοιωθε χαρά. Σκέφθηκε: «Σε δύο ώρες, πάνω-κάτω, θα φθάσουμε και θα κατεβούμε, ενώ οι καϋμένοι στην κόλαση ταλαιπωρούνται αιώνια... Ύστερα, εκεί δεν έχει καφάσια, κόσμο κ.λπ., αλλά είναι κόλαση. Δόξα Σοι ο Θεός, εδώ είμαι πολύ καλλίτερα!»!!