Στο χωριό ζούσε μία πτωχή γυναίκα, η οποία όλη την ώρα, κοίταζε τον ουρανό και έλεγε: «Δόξα τω Θεώ!» και αισθανόταν μάλιστα πολύ ευγνώμων γιά ο,τιδήποτε της συνέβαινε.
Κάπου εκεί, κοντά της, έμενε και ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά λοιπόν περνούσε μπροστά από το σπίτι της γυναίκας και την άκουγε να δοξολογεί:
«Δόξα τω Θεώ! Ευχαριστώ Κύριε!».
Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή, αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει και έλεγε μάλιστα με απορία:
«Πώς μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο πτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια τον Θεόν;».
Μία ημέρα, λοιπόν, αφού πέρασε μπροστά από το σπίτι της γυναίκας και την άκουσε πάλι να δοξολογεί, ενευρίασε τόσο πολύ, που λέει στον υπηρέτη του:
«Πήγαινε στην αγορά, γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα και πήγαινέ τα σ’ αυτή την γυναίκα. Όταν σε ερωτήσει ποιός τα στέλνει αυτά τα πράγματα, να της πεις ότι της τα στέλνει ο διάβολος…».
Έτσι και έγινε. Την επομένη ημέρα, πάει ο υπηρέτης στην αγορά και γεμίζει δύο καρότσια με τρόφιμα και καλούδια. Ήταν τόσο πολλά που ξεχείλιζαν…
Πάει, λοιπόν, στην πτωχή γυναίκα και τις τα παραδίδει.
«Α! Δόξα τω Θεώ! Ευχαριστώ Κύριε!», έλεγε και ξανάλεγε αντικρύζοντας τα δύο γεμάτα καρότσια με τα τρόφιμα.
«Δεν θέλετε να μάθετε ποιός σας έστειλε αυτά τα τρόφιμα;», την ερώτησε ο υπηρέτης, ανυπομονώντας να της πει, ότι του είχε παραγγείλει το αφεντικό του.
«Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία. Διότι, όταν θέλει ο Θεός και από τον κακό να προέρχεται, σε καλό θα βγη!!», του απαντά η γυναίκα, και βλέποντας τον υπηρέτη αποσβολωμένο, εκείνη έφερε τα τρόφιμα στο πτωχικό της, συνεχίζοντας τις δοξολογίες στον Κύριο!!