Δύο γέροντες, οι οποίοι ασκήτευαν σε διαφορετικά μέρη, είχαν κάποτε ψυχρανθή. Ο υποτακτικός του ενός από τους δύο γέροντες γνώριζε το πρόβλημα αυτό και προσευχόταν εις τον Θεόν, να τον φωτίσει, γιά το τί πρέπει να κάνει, ώστε να συμβάλλει στην αποκατάσταση των σχέσεων των γερόντων.
Μία ημέρα, κάποιος προσκυνητής, ερχόμενος στην Σκήτη, τους έφερε σύκα. Ο υποτακτικός παρέλαβε τα σύκα, αλλά δεν τα φανέρωσε στον γέροντά του. Μετά από λίγες ημέρες, γινόταν πανηγύρι κοντά στην Σκήτη του άλλου γέροντα και ο υποτακτικός αφού πήρε την ευλογία από τον γέροντά του, ξεκίνησε να παρευρεθή εκεί. Πηγαίνοντας προς το πανηγύρι, επισκέφθηκε το κελλί του άλλου γέροντα στην συγκεκριμένη Σκήτη.
Εκεί συνάντησε τον γέροντα, ο οποίος τον φιλοξένησε με χαρά.
Του λέει τότε ο υποτακτικός:
«Εγώ είμαι ο υποτακτικός του τάδε γέροντα και θέλησα να σας γνωρίσω, διότι ο γέροντάς μου λέει τα καλλίτερα λόγια γιά εσάς! Τα λόγια αυτά, μου έκαναν πολύ εντύπωση και θέλησα να συνδυάσω την επίσκεψη μου στο πανηγύρι, με το να έλθω να σας δω και να πάρω την ευλογία σας! Μάλιστα, ο γέροντάς μου, μου έδωσε και αυτά τα σύκα, να σας τα φέρω» και του προσέφερε τα μισά σύκα που είχαν προσφέρει για τον γέροντά του!
Αμέσως, ξαφνιάσθηκε ο γέροντας! Άρχισε, μάλιστα, να τον ελέγχει η συνείδησή του, γιά το ότι είχε κακούς λογισμούς γιά τον γέροντα του υποτακτικού.
Επέστρεψε ο υποτακτικός στη Σκήτη και ευρίσκει τον γέροντά του, και του λέει:
«Γέροντα, έχω ένα παράπονο από εσένα. Γιατί μας κρύβεις τις αρετές σου;».
«Ποιές αρετές έχω παιδί μου και σας τις αποκρύπτω;», ερώτησε ο γέροντας.
«Να», λέει ο υποτακτικός, «στο πανηγύρι συνάντησα τον τάδε γέροντα και μου είπε πολλά καλά πράγματα γιά εσένα. Μίλησε γιά τις αρετές σου και μάλιστα μου είπε, να σου δώσω και αυτά τα σύκα» και του έδωσε τα άλλα μισά.
Σάστισε ο γέροντάς του, τον κυρίεψαν οι τύψεις και τότε αμέσως, άρχισε να προσεύχεται εις τον Θεόν ζητώντας την ευκαιρία να συναντηθή με τον γέροντα αυτόν, ώστε να του βάλει μετάνοια.
Οικονόμησε ο Θεός και μετά από λίγο έγινε ένα άλλο πανηγύρι. Σε αυτό το πανηγύρι, αποφάσισαν να πάνε και οι δύο γέροντες. Όταν συναντήθηκαν, μάλιστα, εχάρησαν και οι δύο τόσο πολύ, που αγκαλιάσθηκαν, αλληλοασπάσθηκαν και έβαλαν μετάνοια ο ένας στον άλλον!!
Έτσι, πράττοντας με σοφία ο υποτακτικός, κατάφερε να φέρει αγάπη και συμφιλίωση στους δύο γεροντάδες!!