Βλέποντας o Γέροντας (ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής) την υπερβολική προθυμία του δοκίμου Χαράλαμπου, μιά μέρα τον προσκαλεί ιδιαιτέρως και του λέγει:
«Εκεί πάνω σ’ εκείνα τα βράχια που βλέπεις, υπάρχει μιά μικρή σπηλιά. Σε διαβεβαιώ ότι, είναι Παράδεισος. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσης να πας εκεί και θα μείνης μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;».
«Να είναι ευλογημένο, Γέροντα», απάντησε
ο Χαράλαμπος.
Και περιγράφει την περιπέτειά του ο δόκιμος Χαράλαμπος:
«Βάζω μετάνοια και αμέσως σκαρφαλώνω στα βράχια. Πλησιάζω στη σπηλιά· αλλά τί να δω; Ένας άγριος τόπος, που μόνο φίδια μπορούσαν να κατοικήσουν και η σπηλιά τόσο στενή, που μόνο σκυφτά μπορούσες να μπης μέσα… Στην αρχή, σαν άνθρωπος, δείλιασα, φοβήθηκα και συγχρόνως μονολογούσα: "Ε, Γέροντα, πού μ’ έστειλες εδώ; Αυτός είναι ο Παράδεισος; Βρε, εδώ κόλασις είναι· όχι Παράδεισος. Γιά να δούμε, πώς θα την βγάλουμε, ώσπου να τελειώση ο κανόνας, να με φωνάξη ο Γέροντας να κατέβω. Όμως, αφού το είπε ο Γέροντας, κάτω δεν το βάζω, έστω και αν πεθάνω! Αν δεν με φωνάξη ο Γέροντας, πίσω δεν γυρνάω! Ας πεθάνω στην υπακοή, παρά να λιποτακτήσω!"
Αρχίζω λοιπόν τον κανόνα μου.
Δώστου-δώστου μετάνοιες, προσευχή! Δεν άργησε να υποχωρήση ο φόβος και η δειλία, και άρχισα να αισθάνωμαι άνετα. Αφού, λέω, γιά προσευχή σ’ έστειλε ο Γέροντας, βάλε Χαράλαμπε όλη σου την βία! Βία-βία, δεν άργησε να θερμανθή η καρδιά μου και να εκπηγάζη κρουνούς τα δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας!! Εκεί αξιώθηκα την πρώτη θεωρία, όπου σταματά, κατά τους Πατέρες, ο νους!! Δεν ενεργεί αυτός, αλλά ενεργείται από το Άγιον Πνεύμα, που τον οδηγεί όπου θέλει, μέχρι και σ’ αυτούς ακόμη τους Ουρανούς!! Επανερχόμουν στην φυσική μου κατάσταση και πάλι άλλη "αρπαγή", σε άλλα Ουράνια Σκηνώματα!! Τούτο επαναλήφθηκε δυό-τρείς φορές. Τότε έπαθα κάτι παρόμοιο με τους μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ κι έλεγα:
“Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι” (Ματθ.ΙΖ΄4΄)!!!
Όντως, εδώ που μ’ έστειλε ο Γέροντάς μου είναι Παράδεισος!!
Μακάρι να μη με φωνάξη ποτέ να κατέβω ξανά, από αυτόν τον Παραδεισένιο τόπο! Κι όμως, μετά από δυό-τρείς ημέρες, ακούω μιά γνωστή φωνή, κάτω, από τα καλυβάκια:
“Χαράλαμπε, είπε ο Γέροντας, να κατέβης”.
Ε, δεν θα με πιστέψετε, πόση δυσφορία μου ήλθε, όταν άκουσα την εντολή να γυρίσω. Κι όμως δεν μπορούσα αλλιώς, ευρισκόμουν στην υπακοή!!
Μόλις γυρνάω και η αλλοίωσις στο σκυφτό πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη, με περιλαμβάνει ο Γέροντας και μου λέγει:
“Θέλω Χαράλαμπε, να πης την αλήθεια: Είναι Παράδεισος εκεί που σ’ έστειλα ή όχι;;”.
Εγώ συγκινημένος, με σκυφτό πρόσωπο του απαντώ με βουρκωμένα μάτια:
“Ναι Γέροντα, πράγματι είναι Παράδεισος!!”!!!
Ε, δεν άντεξε ο Γέροντάς μου, μ’ έβαλε στην αγκαλιά του και με φιλούσε!!»!!!
Πηγή: «Παπά-Χαράλαμπος Διονυσιάτης, ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής», Ιωσήφ Μ.Δ.